Μία από τις πιο μεγάλες συναντήσεις που έγιναν ποτέ στην ιστορία της νεότερης ελληνικής μουσικής ήταν η συνύπαρξη του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι σε έναν δίσκο. Αυτό που δίνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο ούτως ή άλλως κορυφαίο αυτό πολιτιστικό γεγονός είναι πως η συνάντηση αυτή έγινε προς χάριν ενός κύκλου ποιημάτων, από τους σπουδαιότερους που υπήρξαν ποτέ: του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου, που έφυγε σαν σήμερα, πριν από 29 χρόνια.

Είναι γνωστή η ιστορία του «Επιτάφιου» και πως εμπνεύστηκε αυτό τον κύκλο των ποιημάτων ο Ρίτσος, από την φωτογραφία της μητέρας του Τάσου Τούση να μοιρολογάει το νεκρό παιδί της στα γεγονότα της απεργία των καπνεργατών, στην Θεσσαλονίκη το 1936. Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936.

Δύο χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του «Επιταφίου» από τις εκδόσεις Κέδρος το 1956, ο ίδιος ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο του βιβλίου στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε σπούδαζε μουσική στο Παρίσι. Ο Μίκης άρχισε να μελοποιεί τον ”Επιτάφιο” μέσα στο αυτοκίνητο του, σημειώνοντας τις νότες πάνω στο βιβλίο του Ρίτσου και περιμένοντας τη Μυρτώ, τη γυναίκα του, να κάνει τα ψώνια της. Οχτώ μέρη του ποιήματος έγιναν τραγούδια.

Τον Δεκέμβριο του 1959 ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τα οκτώ τραγούδια στον Ρίτσο, στον Βύρωνα Σάμιο (παιδικό του φίλο) και στον Μάνο Χατζιδάκι, από τον οποίο ζήτησε να ενορχηστρώσει τον δίσκο. Ο Χατζιδάκις δέχτηκε με χαρά, καθώς ήταν ήδη γοητευμένος τόσο από τη μελοποιημένη ποίηση, όσο και από τη συγκεκριμένη εργασία του Μίκη. Μάλιστα, δεν ανέλαβε απλά την ενορχήστρωση. Έπαιξε πιάνο και διηύθυνε την ορχήστρα, επέλεξε ως ερμηνεύτρια την άγνωστη ακόμα Νάνα Μούσχουρη, διάλεξε για το εξώφυλλο του δίσκου έναν πίνακα του Γιάννη Μόραλη, ενώ επιμελήθηκε μέχρι και το τι θα γραφόταν εκει: «Η ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ από το ποίημα του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ».
Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα είχε μια πιο λυρική διάθεση από αυτήν που είχαν στο μυαλό τους οι δύο δημιουργοί, ο Μίκης και ο Ρίτσος, οι οποίοι δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Έτσι ο Θεοδωράκης το 1960 ξανάκανε τον δίσκο, αυτή την φορά με δική του ενορχήστρωση και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Θύμη και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη.

Το κοινό διχάστηκε και διαχωρίστηκε στους υποστηρικτές του Θεοδωράκη και στους υποστηρικτές του Χατζιδάκι. Μια εφημερίδα έγραψε για έναν «εμφύλιο πόλεμο που υπάρχει ενδεχόμενο να ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο εκτελέσεις με φανατικούς υποστηρικτές σε κάθε συνοικία της πόλης». Διοργανώθηκε ακόμη και εκδήλωση όπου ακούστηκαν οι δύο εκτελέσεις και πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία για την καλύτερη εκτέλεση!
Αλλά όποια κι αν ήταν η καλύτερη εκτέλεση ο Θεοδωράκης με τον «Επιτάφιο», για πρώτη φορά, έβαλε την ελληνική ποίηση σε κάθε σπίτι και την έκανε γινόταν κτήμα του λαού. Ενός λαού που ενδεχομένως να μην του δινόταν ποτέ άλλοτε η ευκαιρία να σιγοτραγουδήσει στίχους ποιητών.
Από την πρώτη εκείνη ιστορική συνύπαρξη των τριών μεγάλων του ελληνικού πολιτισμού είναι το σημερινό τραγούδι της ημέρας.
Comments