Στις 10 Οκτωβρίου του 2017, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ρόναν Φάροου δημοσίευσε στο περιοδικό New Yorker ένα μακροσκελές ερευνητικό ρεπορτάζ με τίτλο: «Από τα επιθετικά σχόλια στις σεξουαλικές επιθέσεις». Το αναλυτικό άρθρο του, έκτασης 8.000 λέξεων, εξιστορούσε λεπτομερώς τις αφηγήσεις δεκατριών γυναικών που έπεσαν θύματα της αρπακτικής συμπεριφοράς του μεγιστάνα του Χόλιγουντ, Χάρβεϊ Ουάινσταϊν, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι και σήμερα. Το κείμενο έκανε πάταγο, πυροδοτώντας το κίνημα του MeToo και ανάγοντας το ζήτημα των σεξουαλικών επιθέσεων σε ένα από τα κορυφαία δημοσιογραφικά θέματα της δεκαετίας.
Πρακτικά όλοι είναι πλέον γνώστες του ρεπορτάζ του Φάροου, ελάχιστοι ωστόσο γνωρίζουν πως για τη δημοσίευσή του ο δημοσιογράφος εργάστηκε πυρετωδώς και εξ ολοκλήρου με αυτό για διάστημα 10 μηνών. «Λόγω της φύσης του θέματος, δεν με ενδιέφερε καθόλου να κυκλοφορήσει γρήγορα η ιστορία», εξήγησε ο Φάροου κατά τη διάρκεια της περυσινής ομιλίας του στο ετήσιο συνέδριο του αμερικανικού περιοδικού. «Με ενδιέφερε να κυκλοφορήσει σωστά».
Η ανέλπιστη επιτυχία της χρονοβόρου έρευνας του Φάροου είναι μόλις ένα κομμάτι μιας ευρύτερης τάσης που αποκτά ολοένα και περισσότερη βαρύτητα στο παγκόσμιο ενημερωτικό οικοσύστημα. Πρόκειται για τη σταδιακή άνοδο της «αργής δημοσιογραφίας» – μιας προσέγγισης που στρέφεται μακριά από το γρήγορο περιεχόμενο και τις επιφανειακές αναλύσεις και αντ’ αυτών επικεντρώνεται στις εις βάθος έρευνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες ιστορίες με αντίκτυπο οφείλονται στη δημοσιογραφική ευχέρεια για ολοκληρωμένες και μακροχρόνιες έρευνες, παρά τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα.
Το κίνημα της ευρύτερης «βραδύτητας» γεννήθηκε το 1986, όταν ο γαστρονόμος και ακτιβιστής Κάρλο Πετρίνι διαμαρτυρήθηκε ενάντια στο άνοιγμα ενός παραρτήματος των Μακ Ντόναλντς στα γραφικά ισπανικά σκαλιά της Ρώμης. Σταδιακά, η εναντίωση στους αχαλίνωτους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής εξαπλώθηκε σε μια σειρά από τομείς, από τις κατασκευές και τις μεταφορές μέχρι το σινεμά και την ιατρική. Ωστόσο η συνειδητή εφαρμογή της βραδύτητας στην ενημέρωση ήρθε στο προσκήνιο χρόνια αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας που πλέον πλησιάζει το τέλος της. Αφορμή, φυσικά, υπήρξε το Διαδίκτυο.
Η ψηφιοποίηση της δημοσιογραφίας και η άνοδος του μοντέλου των social media έφερε έναν πρωτοφανή σεισμό αλλαγών, οδηγώντας στην κατάρρευση δεκάδων φάρων της παραδοσιακής γραπτής δημοσιογραφίας – από το ιστορικό Village Voice μέχρι το σατιρικό MAD magazine. Τα έσοδα και η βιωσιμότητα εξαρτώντο πλέον από τα κλικ των χρηστών, και κατ’ επέκταση τα ΜΜΕ του κόσμου έκαναν μια στροφή προς την ατέρμονη δημοσίευση γρήγορου, άμεσου και επιφανειακού περιεχομένου. Το διάβασμα μετατράπηκε σταδιακά σε «σκρολάρισμα» ατελείωτων λιστών επιμελημένων από αλγορίθμους, οι αναλύσεις αναγκάστηκαν να στριμωχτούν σε… 140 γράμματα και ο ειδησεογραφικός κύκλος επιταχύνθηκε με αχαλίνωτους ρυθμούς. Η αναμενόμενη πτώση στην ποιότητα δεν άργησε να έρθει. Σύμφωνα με περυσινές έρευνες του Nieman Media Lab, οι πιο συχνές λέξεις που χρησιμοποιούν οι αναγνώστες για να περιγράψουν την αναγνωστική τους εμπειρία είναι: «υπερβολική φόρτιση», «εξάντληση», «απογοήτευση» και «σύγχυση» λόγω της επιφανειακής επεξεργασίας.
Από αυτές τις αντιδράσεις στη ρηχή και βιαστική ειδησεογραφική ανάλυση γεννήθηκε το 2011 το Delayed Gratification (Καθυστερημένη Απόλαυση), το πρωτοπόρο περιοδικό-πρεσβευτής του κινήματος της «αργής δημοσιογραφίας», το οποίο περηφανεύεται πως είναι «το μέρος όπου τα νέα εμφανίζονται τελευταία».
Ανάλυση σε βάθος
Το αισθητικά άριστο εποχικό έντυπο επανεξετάζει τα γεγονότα των προηγούμενων τριών μηνών, με στόχο να αναλύσει τι πραγματικά συνέβη αφού ο ενθουσιασμός, ο εντυπωσιασμός και η υπερβολή έχουν πλέον καταλαγιάσει από το πέρασμα του χρόνου. «Αντί να προσπαθούμε απεγνωσμένα να βγάλουμε πρώτοι μια είδηση στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, επικεντρωνόμαστε στις αξίες που όλοι θα έπρεπε να περιμένουμε από την ποιοτική δημοσιογραφία – την ακρίβεια, το βάθος, το πλαίσιο, την ανάλυση και την άποψη των εμπειρογνωμόνων», αναφέρει το περιοδικό.
Πράγματι, στις όμορφες σελίδες του Delayed Gratification συναντά κανείς αναφορές σε εξαιρετικά επίκαιρα θέματα, που ωστόσο έχουν ξεχαστεί από τον πυρετώδη ειδησεογραφικό ρυθμό, πάντοτε πλαισιωμένα από οπτικοποιημένα δεδομένα, γραφήματα και αντικρουόμενες απόψεις ειδικών. Το γεγονός πως το Delayed Gratification είναι κυρίως έντυπο –πέρα από μερικά σποραδικά blogs– ταιριάζει γάντι στη φιλοσοφία του περιοδικού, παρότι αντιτίθεται στις καταναλωτικές τάσεις του σήμερα καθώς, όπως ισχυρίζονται οι αρχισυντάκτες του περιοδικού, «πρέπει πάντα να υπάρχει ένα ταβάνι στον αριθμό των ειδήσεων που δημοσιεύονται, και αυτή την αναγκαία συντακτική νηφαλιότητα προσφέρει το όριο των σελίδων».
Παρότι τα πρώτα τεύχη του Delayed Gratification άγγιξαν μονάχα ένα εξειδικευμένο κοινό, η στρατηγική του περιοδικού αποδείχθηκε προφητική. Η κόπωση που προκάλεσε η μάστιγα των ψευδών ειδήσεων αναζωογόνησε εντυπωσιακά το ενδιαφέρον στην αργή και ποιοτική δημοσιογραφία, και το περιοδικό έγινε εκκινητής ενός ευρύτερου κινήματος που εξαπλώθηκε από το 2016 και μετά. Το βρετανικό Tortoise Media δημοσιεύει μόλις πέντε κείμενα την ημέρα, και το δανικό Zetland, ένα πνευματώδες ημερήσιο newsletter, αναλύει νέα της προηγούμενης εβδομάδας.
Πέρα από τα αισιόδοξα σημάδια, η βιωσιμότητα των προσπαθειών αυτών θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα είναι διατεθειμένο το ευρύ κοινό του μέλλοντος να πληρώσει για την αναλυτική και προσεκτική δημοσιογραφία. Προς το παρόν, και εκεί τα πράγματα εξελίσσονται αργά.
Comments