Μέχρι σήμερα, τα ΜΜΕ και η εγχώρια συζήτηση για την κρίση του κορονοϊού έχουν επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και την οικονομία και λιγότερο στα πιθανά αίτια αυτής.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή για την ανάδειξη των βαθύτερων αιτιών των νέων μεταδοτικών ασθενειών, όπως ο Covid-19, και εξετάζει μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα:
– Τι είδους κινδύνους ενέχουν η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή οικοσυστημάτων για τη δημόσια υγεία;
– Τι ρόλο διαδραματίζει το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας ως προς την εκδήλωση νέων ασθενειών;
– Ποιοι είναι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από τη διεθνοποίηση της κατανάλωσης εξωτικών ειδών και την ένταξή τους στη διατροφική αλυσίδα;
– Ποιες είναι οι προκλήσεις αλλά και οι ευκαιρίες που ανακύπτουν από τη σημερινή κρίση για τον προσανατολισμό της ελληνικής γεωργίας;
Διαβάστε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον (εδώ σε pdf) άρθρο, που εξηγεί με απλό και κατανοητό τρόπο τι συμβαίνει σήμερα στην διατροφική αλυσίδα, από το χωράφι μέχρι το super market.
*Ανάλυση του Χαράλαμπου Κασίμη, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρώην Γεν. Γραμματέα Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων.
Μέχρι σήμερα τα ΜΜΕ και η συζήτηση για την κρίση του COVID-19 έχουν επικεντρωθεί περισσότερο στις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και την οικονομία και λιγότερο στα πιθανά αίτια της κρίσης αυτής.
Η συζήτηση για τα αίτια της εκδήλωσης των νέων ασθενειών, όπως ο COVID-19, έχει τρεις παραμέτρους: Η πρώτη συνδέεται με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις στο φυσικό οικοσύστημα. Η δεύτερη με το ίδιο το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας και η τρίτη με την διεθνοποίηση της κατανάλωσης εξωτικών ειδών και την ένταξή τους στην τροφική αλυσίδα.
Η κλιματική αλλαγή
Η αύξηση της θερμοκρασίας και η ξηρασία διευρύνουν το περιβάλλον μερικών ειδών -όπως τα έντομα και άλλα ζωικά είδη, που είναι φορείς παθογόνων παραγόντων- σε νέες, γεωγραφικές περιοχές.
Επιπλέον της κλιματικής αλλαγής, η καταστροφή των οικοσυστημάτων όχι μόνο επηρεάζει αρνητικά τη βιοποικιλότητα, αλλά επιτρέπει σε παθογόνους παράγοντες -οι οποίοι εντοπίζονταν σε άγρια ζώα που διαβιούν σε απομονωμένα οικοσυστήματα- να έρθουν σε επαφή με ανθρώπους και τα οικόσιτά τους.
Η αποδάσωση-συχνά τροφοδοτούμενη από τη γεωργία, αλλά και από τις εξορύξεις, την κατασκευή οδικών δικτύων και την επέκταση των πόλεων- ευθύνεται για τη μεγαλύτερη απομείωση των εκτάσεων των οικοτόπων παγκοσμίως. Η μείωση των οικοτόπων αναγκάζει τα ζώα να μεταναστεύσουν, να έρθουν σε επαφή με άλλα ζώα ή ανθρώπους και να «μοιραστούν» παθογόνα. Είναι, πλέον, γνωστό ότι η εξάπλωση της Ebola στην Δυτική Αφρική συνδέεται με την μετακίνηση των νυχτερίδων σε νέους οικοτόπους, επειδή τα δάση στα οποία ζούσαν αποψιλώθηκαν.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα 3/4 των μεταδοτικών ασθενειών είναι οι ζωοανθρωπονόσοι, που εμφανίζονται μεν στα ζώα, μεταδίδονται όμως και στους ανθρώπους.
Όλο και περισσότερο, λοιπόν, οι ζωονόσοι συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, αλλά και την ανθρώπινη δραστηριότητα, που οδηγεί στην καταστροφή των παρθένων δασών για την εκμετάλλευση της ξυλείας τους και την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής.
Η βιομηχανική γεωργία
Η δεύτερη αιτία συνδέει την εκδήλωση τέτοιων φαινομένων με την κυριαρχία του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής στη γεωργία. Θεωρεί ότι η αυξανόμενη εμφάνιση ζωοανθρωπονόσων συνδέεται στενά με την εντατικοποίηση της ζωικής παραγωγής, κυρίως αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, όπου σταβλίζεται τεράστιος αριθμός ζώων.

Γνωρίσαμε στη Δύση την ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής, της μεγάλης κλίμακας γεωργίας και της μαζικής ομογενοποιημένης παραγωγής, η οποία, σε πολλές χώρες, οδήγησε στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις, περιθωριοποιώντας τις μικρές και οικογενειακές.
Το μοντέλο αυτό φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε στην αυξανόμενη ζήτηση για αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αυξάνοντας την παραγωγικότητά του, με υψηλό κόστος,όμως, για το περιβάλλον, το κλίμα και τη βιοποικιλότητα. Γι’ αυτό σήμερα στην Ευρώπη, το βάρος της νέας ΚΑΠ πέφτει στο κλίμα και το περιβάλλον. Τώρα, μάλιστα, ακόμα πιο ενισχυτικά, υπό την ομπρέλα της Πράσινης Συμφωνίας και την στρατηγική της για την ασφάλεια τροφίμων και την προστασία της βιοποικιλότητας.
Δεν συμβαίνει,όμως, το ίδιο σε άλλες γωνιές του πλανήτη.
Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη αυτού του μοντέλου έχει επεκταθεί στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική. Με την ραγδαία αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για αγροτικά προϊόντα –η οποία εκτιμάται θα εκτιναχτεί σε ποσοστά πάνω από 70% μέχρι το 2050- οι μεγάλες επενδύσεις οδηγούν την κούρσα, με αιχμή την αποδάσωση και την αρπαγή των εδαφών των μικρών ιθαγενών καλλιεργητών.
Η αποδάσωση και η αρπαγή των εδαφών, συνοδεύονται από μία «βίαιη» επιβολή του βιομηχανικού μοντέλου γεωργίας, πάνω σε ένα παρθένο οικοσύστημα. Έτσι, διαταράσσονται οι οικότοποι των ζώων και οι μικροοργανισμοί, οι οποίοι μέχρι πρότινος αφορούσαν στα ζώα αυτά, χωρίς να είναι λοιμογόνοι, λόγω συνεξέλιξης και προσαρμογής. Πλέον, ερχόμενοι σε επαφή με τον άνθρωπο και το οικοσύστημά του, μπορούν να αναδυθούν και να προκαλέσουν επιδημίες και πανδημίες.

Είναι χαρακτηριστικές οι πολιτικές της Βραζιλίας και των άλλων κρατών γύρω από τον Αμαζόνιο, που οδήγησαν σε αποψίλωση (φωτό άνω) δάσους έκτασης 450.0002 χλμ. Η Βραζιλία εκτρέφει πλέον πάνω από 200 εκατ. βοοειδή, κατέχει το 1/4 της παγκόσμιας αγοράς και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κρέατος.
Πρόκειται για μια ανεπανόρθωτη ρήξη στην ισορροπία μεταξύ ανθρωπότητας και φυσικού οικοσυστήματος, που οδηγεί στη σύγχρονη οικολογική κρίση.
Η λειτουργική ποικιλομορφία και η πολυπλοκότητα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι τεράστιες εκτάσεις γης ενοποιούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε παθογόνα που βρίσκονταν σε απομόνωση έχουν πλέον τη δυνατότητα να μεταδοθούν στον τοπικό, ζωικό πληθυσμό και τις ανθρώπινες κοινότητες και από εκεί εύκολα στα αστικά κέντρα.
Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων κοντά σε δάση και απομακρυσμένες περιοχές, φέρνει παραγωγικά ζώα και ανθρώπους σε διεπαφή με άγριους πληθυσμούς ζώων, που μεταφέρουν παθογόνα, για τα οποία δεν υπάρχει ανοσία στα ζώα εκτροφής.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το τεράστιο μέγεθος του ζωικού πληθυσμού, στις περιπτώσεις βιομηχανικής μορφής παραγωγής, επιτρέπει τη διατήρηση αυτών των παθογόνων, χωρίς να είναι δυνατή η εξάλειψη τους με φυσικό τρόπο, λόγω ανοσίας της αγέλης, αφού νέα ζώα εισέρχονται στην εκτροφή διαρκώς.
Έτσι, λοιπόν, το ανταγωνιστικό, υψηλών αποδόσεων, μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, αποτελεί μια συνεχώς ανανεούμενη βάση ευπαθών πληθυσμών, που εκθέτουν σε διαρκή κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, για να μείνουν στον ανταγωνισμό του διεθνούς εμπορίου, οι χώρες αυτές δεν τηρούν αυστηρούς κανόνες και, για να μειώσουν το κόστος παραγωγής, δεν επενδύουν σε υποδομές βιοασφάλειας και ευζωίας.
O Rob Wallace σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ, ακόμα και το ιατρικό κατεστημένο, όταν ξεσπούν κρίσεις σαν την σημερινή,επικεντρώνονται στις έκτακτες συνθήκες και αδιαφορούν για τις δομικές αιτίες που μετατρέπουν ξαφνικά διάφορους παθογόνους παράγοντες, σε αυτό που χαρακτηρίζει ο ίδιος «παγκόσμιες διασημότητες».
Η κατανάλωση και εμπορία των εξωτικών ειδών
Η τρίτη αιτία συνδέεται με τα εξωτικά είδη, τα οποία γίνονται όλο και περισσότερο αντικείμενο κατανάλωσης και εμπορίας και εντάσσονται στη διατροφική αλυσίδα αξίας, χωρίς να ελεγχθεί η διατροφική ασφάλειά τους.
Στο αρχικό στάδιο αυτό αφορούσε παράνομες μεθόδους θήρευσης -συχνά απειλούμενων ειδών σε απαγορευμένες ζώνες- για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των αυτόχθονων πληθυσμών (στην Αφρική κυρίως). Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι η εμπορία για κατανάλωση αυτών των θηραμάτων όχι μόνο έχει αυξηθεί δραματικά, θέτοντας αυτά τα είδη ζώων υπό εξαφάνιση, αλλά έχει και διεθνοποιηθεί (κυρίως λόγω της ζήτησης σε Κίνα και ΗΠΑ ).

Στην Κίνα το πρόβλημα ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970. Ύστερα από αποτυχημένες αγροτικές πολιτικές για τη σίτιση του πληθυσμού εγκαταλείφτηκε η κολεκτιβιστική οργάνωση της παραγωγής και επιτράπηκε δειλά η ανάπτυξη της εκτροφής άγριων ζώων για την κάλυψη διατροφικών αναγκών του πληθυσμού, αλλά και με δυνατότητα τοπικής εμπορίας. Πρόσφατα αναβίωσε η παραδοσιακή αντίληψη για τις ιατρικές, θεραπευτικές ιδιότητες αυτών των ειδών, ενώ παράλληλα τα τελευταία χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης, η κατανάλωση εξωτικών ειδών συνδέθηκε με ένα συμβολισμό πλούτου και κοινωνικού γοήτρου.
Κι’ αυτό ενώ οι επιδημιολόγοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ο συνδυασμός παγκοσμιοποίησης και κατανάλωσης εξωτικού κρέατος άνοιγε τον δρόμο για την εξάπλωση ζωοανθρωπονόσων.
Μια τέτοια περίπτωση αφορά και τον COVID-19, αφού διατυπώνεται η άποψη ότι προέρχεται από κάποιο άγριο είδος -πιθανότατα ένα είδος νυχτερίδας- το οποίο αποτελεί τη δεξαμενή του ιού, χωρίς να νοσεί. Η εκδήλωση της κρίσης συνδέεται με την αγορά Hunan της πόλης Wuhan, στην οποία πωλούνταν διάφορα προϊόντα ζωικής προέλευσης, μεταξύ των οποίων και σκαντζόχοιροι, νυχτερίδες, παγκολίνοι, αρουραίοι κ.α., σε προβληματικές συνθήκες για την δημόσια υγεία.
Η ύπαρξη ανθυγιεινών και χωρίς κανονισμούς αγορών άγριων ειδών ζωντανών ζώων δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον για την μετάδοση του ιού στον άνθρωπο. Στην Κίνα, μάλιστα, όπου υπάρχει πολιτισμική παράδοση κατανάλωσης και εμπορίας εξωτικών ειδών, το συμβάν επαφής του ιού με ένα νέο ξενιστή, τον άνθρωπο, κατέστη πιθανό.
Το ξέσπασμα της κρίσης αποκάλυψε και την ύπαρξη 20.000 σχετικών επιχειρήσεων άγριων ειδών, που λειτουργούν στην γκρίζα ζώνη, λόγω κενών στη νομοθεσία. O ετήσιος τζίρος εκτιμάται περίπου σε 20 δις δολ. ετησίως, ενώ ο τζίρος του παράνομου εμπορίου αυτών παγκοσμίως σε 23 δις δολ., σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Αντί επιλόγου
Τα παραπάνω συνηγορούν με την άποψη ότι η σύγχρονη εξέλιξη του συστήματος παραγωγής στη γεωργία διαταράσσει σοβαρά, όχι μόνο την προστασία και αναζωογόνηση του φυσικού περιβάλλοντος, την οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική συνοχή, αλλά και τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Η προστασία της φύσης, του περιβάλλοντος και του κλίματος, η εγγύηση ενός δίκαιου εισοδήματος για τον αγρότη αλλά και της ασφάλειας στην ποιότητα της διατροφής του πληθυσμού, πρέπει να είναι προτεραιότητες της πολιτικής.
Οι προσπάθειες ικανοποίησης των αυξανόμενων διατροφικών αναγκών του πλανήτη δεν μπορούν να υπηρετούν αποκλειστικά το κέρδος των μεγάλων αγροτο-επιχειρηματικών συμφερόντων, σε βάρος της φύσης, του αγροτικού κόσμου και της δημόσιας υγείας. Από την άλλη μεριά,θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες να καταργηθεί το ανεξέλεγκτο εμπόριο σπανίων και απειλούμενων ειδών. Η σημερινή ρήξη μεταξύ φύσης και κοινωνίας, οικολογίας και οικονομίας είναι απαραίτητο να αρθεί.
Η κοινωνική οργάνωση της παραγωγής πρέπει να αποκτήσει συλλογικά και τοπικά χαρακτηριστικά με πολλές -μικρής κλίμακας- εκτροφές, σε αρμονία με το οικοσύστημα, δίνοντας στην παραγωγή ποιότητα, ταυτότητα και αναγκαία ασφάλεια. Η καινοτομία, η τεχνολογία, η γνώση και η οργάνωση της παραγωγής μπορούν, με τις κατάλληλες πολιτικές, και το περιβάλλον να προστατεύσουν, και την παραγωγικότητα να αυξήσουν, και την ζήτηση να ικανοποιήσουν προστατεύοντας τη δημόσια υγεία.
Comments