Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη (Μέρος Β ΄)
Γ. ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ Η ΚΟΡΙΝΘΟΣ

Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
αποφάσισε την ίδρυση το 1872 του Γυμνασίου
Φωτογραφία: αρχείο Αριστείδης Γ. Έσσλιν
Η εγκατάσταση του υποψήφιου σπουδαστού και μάλιστα του μη Κορίνθιου νέου στην Κόρινθο (εν προκειμένω απ’ το 1873 και ύστερα) για γυμνασιακές σπουδές, αποτελούσε ένα ενδιαφέρον μακρινό απ’ το χωριό του ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου…
Νοικάρης κατά κανόνα, ή φιλοξενούμενος σε συγγενείς, κουβαλούσε όλη την οικοσκευή του, τα κλινοσκεπάσματα, τον ατομικό του ρουχισμό, την προσωπική του υπόδηση (τσουράπια και τσαρούχια συνήθως) καθώς και την τροφοδοσία του της πρώτης περιόδου, αφού κατά κανόνα τα τρόφιμα τα έστελναν απ’ το χωριό με “κοφίνι” ή στη “μανδήλα” καμιά φορά.
Τη δεκαετία του 1870 η πόλη της Κορίνθου δεν είχε ξεπεράσει τους 2619 κατοίκους, περίπου. Είχε όμως, μεταξύ άλλων, πέντε εμπορικά καταστήματα, παντοπωλεία, το ξενοδοχείο “Η Κόρινθος” του Π. Ρόκα, (ο οποίος “εδέχετο να προσυμφωνή όπως παρέχη μηνιαίαν τροφήν”), μαγέρικα ευπρεπισμένα “μετά δωματίων ύπνου κλπ. καθώς και πλατείας ευρυχώρους, ων η κεντρικωτάτη ενεφυτεύθη και εγένετο σκιερόν δάσος, ως και οδούς κανονικάς(…) Πολλούς φανούς εις τας διαφόρους οδούς” χωρίς πάντοτε να φωτίζουν διότι δεν φρόντιζαν να τους ανάβουν ή να τους ρίχνουν λάδι. Ο μαθητής του Γυμνασίου βέβαια, εγκατεστημένος σ’ ένα δωμάτιο μελετούσε τη νύχτα με λυχνάρι πάντα, την δε ημέρα ξεκινούσε για το Γυμνάσιο, όπου θα συναντούσε τους άλλους συμμαθητές του, που είχαν κι αυτοί τα ίδια μ’ εκείνον προβλήματα κι αντιμετώπιζαν κι οι ίδιοι με την αυτήν κοινωνική συστολή τα πράγματα της Κορίνθου (μέρους ξένου απ’ το γνώριμο χώρο του παιδικού τους περίγυρου). Κάπου-κάπου τολμούσε με τους φίλους του καμμιά κοντινή εκδρομή πεζοπορώντας στην εξοχή. Το δείλι όμως μαζευόταν και βέβαια νωρίς το βράδυ κλεινόταν στην ερημιά και στην απομόνωση, για να συνεχίσει πάλι την επομένη τα μαθήματά του.
Το διδακτήριο της Κορίνθου απ’ την αρχή ήταν μισθωμένος χώρος, για του οποίου όμως την ευπρέπεια δεν μπορούσε να καυχηθεί κανείς Κορίνθιος. Δημοσιογράφος περιηγούμενος την επαρχία, που έφθασε στην Κόρινθο έγραφε: “…Διά να ανεύρω το Γυμνάσιον ηρώτησα σιδηρουργόν. “Πήγαινε προς την εκκλησίαν” μοι είπε “και οπίσω από αυτήν θα ιδής ένα σπίτι σαν χάλασμα (η υπογράμμιση του ίδιου), εκεί είναι το σχολείο””. Και είχε δίκαιον. Εις το κτίριον αυτό ευρίσκονται το τε Γυμνάσιον και το Σχολαρχείον, εν τη άκρα της πόλεως. Εκεί δε έξω εκτίσθη και η μόνη εκκλησία της πόλεως και αυτή ημιτελής έξωθεν!” (εννοούσε το ναό του Απ. Παύλου). Όταν ο δημοσιογράφος έφθασε στο Γυμνάσιο δοκίμασε ζωηρή έκπληξη: “…Οποίαι παραδόσεις, οποία καθίσματα, οποία εν πάσι σαπρότης και στενοχωρία και ακαταλληλότης και ανεπάρκεια και οποία πίεσις εκ μέρους μικρών και μεγάλων ισχυρών υπέρ αναξίων μαθητών! Ουδαμού της Ανατολής υπάρχουσι τοιαύτα εκπαιδευτήρια εκτός των τουρκικών και τούτων ουχί πάντων, οποία πολλαχού της Ελλάδος!”.
Στο Γυμνάσιο, σκοπός του οποίου ήταν η διανοητική παίδευση, η σωματική και ηθική αγωγή και η επιστημονική παρασκευή για υψηλότερη ή αυτοτελή επίδοση του νέου, διδάσκονταν η Ελληνική γλώσσα κατά τον τύπο των αρχαίων Ελληνικών, απλώς “συνεπτυγμένη επί το απλούστερον και περιέχουσα τους εις καθαρώς γραφόμενον και λαλούμενον ύφος συνήθεις τύπους”, ετυμολογία και σύνταξη. Ακόμη κατήχηση και Ιερή Ιστορία (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Ιστορία της Ελλάδος και της Ρώμης, και λίγα της παγκόσμιας ιστορίας, Γεωγραφία της Ελλάδος και άλλων χωρών, Μαθηματικά, τα τέσσερα “πάθη” του δεκαδικού, μέθοδοι και αρχές της άλγεβρας, αρχές της Φυσικής Πειραματικής και Φυσικής Ιστορίας, Γαλλική γλώσσα και αρχές της Λατινικής, της Ανθρωπολογίας και της Ηθικής, Ζωγραφική, Καλλιγραφία και Μουσική (Σχολή Εκκλησιαστικής μουσικής άρχισε να λειτουργεί την άνοιξη του 1877 στην Κόρινθο υπό τη διεύθυνση του πρωτοψάλτη Κων/νου Παππά Γεωργίου, στο ναό του Απ. Παύλου, όπου φοιτούσε ικανός αριθμός μαθητών και διδάσκονταν θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα). Αργότερα και μάλιστα το 1878 εισήχθη η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών (μετέπειτα κληθείσα καθαρεύουσα γλώσσα), μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της Λατινικής και προστέθηκαν τα μαθήματα Χημείας, Υγιεινής και Κοσμογραφίας, με εισήγηση του Κορίνθιου υπουργού Δημητρίου Γ. Πετρίδη.
Δ. ΟΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ
Οι διασκεδάσεις του νέου σπουδαστού στην Κόρινθο ήσαν άλλοτε τα πανηγύρια, που το καθένα διαρκούσε τρεις έως οκτώ ημέρες, όπου Έλληνες μουσικοί και τραγουδιστές, ανάμεσα στ’ άλλα, αντιλαλούσαν και Ελληνικά δημοτικά άσματα, άλλοτε διάφορα “μπουλούκια” θεατρικά, ιπποδρομιακά και “σκοινοβατικά”, όπως το Ιταλικό του Φραγκίσκου Νίβα, τα οποία έδιναν παραστάσεις στον κήπο του Μεντζελόπουλου, διασκευασμένο σε πρόχειρο θέατρο και των οποίων την άφιξη συνήθως (όπως και οποιουδήποτε άλλου επαγγελματία, ακόμη και πολιτικού), “διαβοούσεν ανά την πόλιν” ο γενικός κήρυκας (τελάλης) της Κορίνθου Μπαρμπαθανάσης.
Υπήρχαν και τα λεγόμενα “καφωδεία” ως κέντρα μουσικής διασκεδάσεως, καφενεία δηλαδή, όπου πρόχειρα συγκροτήματα, θεατρικά και μουσικά, τραγουδούσαν, κατά κανόνα, ανατολικά άσματα (αμανέδες κ.ά.) με συνοδεία σαντούρι. Ήταν άλλωστε παλαιό έθιμο να φθάνουν στην πόλη θίασοι “Βοεμίδων” (“Μποέμ”) και να δίνουν παραστάσεις στα καφενεία-“καφέ σαντάν” λεγόμενα, τα οποία, βέβαια, ήσαν υπό παρακολούθηση, διότι γίνονταν αφορμή σκανδάλων και σκηνών όχι “ευπρεπών”. Σ’ αυτούς όλους τους χώρους προσέρχονταν, συνήθως το φθινόπωρο κατά τη συγκομιδή και τις πρώτες πρωτοεισπράξεις απ’ την πώληση των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα της σταφίδος, Κορίνθιοι και ξένοι, που ζούσαν στην Κόρινθο και την περιοχή, για να διασκεδάσουν και να παρακολουθήσουν τα θεάματα, τα ακροάματα και τους χορούς, ως και τους εμφανιζόμενους “γόητες και απατεώνες και εν γένει τα παίγνια, τα κινητά θέατρα κλπ.”.
Τα ήθη της εποχής αλλά και οι αστυνομικές διατάξεις δεν επέτρεπαν σ’ ορισμένα κέντρα την είσοδο των νεαρών και μάλιστα των σπουδαστών του Γυμνασίου, καθώς και άλλων. “Τα ατοπήματα και αι ασχημίαι”, γενικά, οι ασελγείς παραστάσεις, που ήσαν αντίθετες στα χρηστά ήθη, απαγορεύονταν ως και τα άσματα σε δημόσια μέρη, ιδιαίτερα όταν ήσαν υβριστικά κατά προσώπου, ή ήσαν αντίθετα στα χρηστά ήθη, ή γίνονταν με θόρυβο, προπαντός τη νύχτα και μάλιστα “από της ώρας καθ’ ην κατακλίνονται συνήθως οι κάτοικοι ίνα μη διαταράσσηται η ησυχία αυτών”. [Αργότερα ο υπουργός των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Σπ. Στάης, μιλώντας στη Βουλή, κατήγγειλε, ότι “πάντες οι μαθηταί (μέσης εκπαιδεύσεως και άνω) εξαιρέσει ολιγίστων, κατατρίβουσι τον χρόνον αυτών εν τοις καφενείοις, τοις θεάτροις και εν ταις απαγορευμέναις διασκεδάσεσι, παρά την ηθικήν και τον νόμον…”].
Το 1874 γράφτηκαν στο Γυμνάσιο Κορίνθου μέχρι τον Σεπτέμβριο, κατόπιν εξετάσεων, τριάντα μαθητές, απ’ την επαρχία Κορινθίας και από άλλα μέρη, όπως απ’ την Άμφισσα, υπολογιζόταν δε, ότι ο αριθμός των μαθητών θ’ ανέβαινε στους εβδομήντα. Οι γονείς γενικά δίδακτρα για τις σπουδές των παιδιών τους στη μέση και ανώτατη εκπαίδευση άρχισαν να πληρώνουν απ’ τη δεκαετία του 1880 και ύστερα.
Τις γιορτές και τις διακοπές του ο μαθητής του Γυμνασίου Κορίνθου τις περνούσε στο πατρικό σπίτι, όπου βοηθούσε στις αγροτικές, κατά κανόνα, εργασίες. Κατά τέλος Αυγούστου και αρχές Σεπτεμβρίου, επανερχόταν στην πόλη, εφοδιασμένος με τα νέα χρειώδη (ρουχισμό, τροφή κλπ.).
Μια χρονιά οι γυμνασιόπαιδες (σχεδόν στην παμψηφία τους αγροτόπαιδα) μαζί με τους Κορίνθιους πληροφορήθηκαν απ’ τον Αθηναϊκό τύπο, που πρόβαλε το γεγονός ως σπουδαία είδηση, ότι στα περίχωρα της Νέας Κορίνθου “ανεκαλύφθη” το φυτό “Μαρούβιον Αρτσεταβουλόζουμ”. Έκπληκτοι διεπίστωσαν, ότι η “ανακάλυψη” δεν αφορούσε τίποτε άλλο παρά το “εξαιρετικής ποιότητος χρησιμώτατον διά τα κανδήλια, ευεργετικόν φυτόν “βαλλωτή η κρατηροφόρος”, του οποίου (άλλωστε) οι κάτοικοι εις την πόλιν από πολλού χρόνου ποιούνται χρήσιν και το οποίον έστιν ότε πωλείται εις δέσμην αντί πέντε λεπτών. Μικρά (μάλιστα) δέσμη αυτού αρκεί διά τρία έτη εις εν κανδήλιον”. Επρόκειτο δηλαδή για το γνωστό και σήμερα λουμήνι…
Συνεχίζεται.
Comments