Η μυθολογία της ζωής στην Επίδαυρο το καλοκαίρι, το πριν και το μετά των παραστάσεων με διαρκή, ενεργό πυρήνα το εστιατόριο «Λεωνίδας», συγκινεί, εμπνέει, εκπλήσσει μέσα από τις σε πρώτο πρόσωπο αφηγήσεις ανθρώπων του θεάτρου στο βιβλίο «Η Κάλλας, ο Μινωτής, ο Κουν και τα μαγειρευτά της Κάκιας» που επιμελήθηκε ο Φώτης Απέργης για την Ελληνογερμανική Αγωγή.
Βαθιά προσωπικές, με το συναίσθημα να ανεβαίνει χωρίς όμως να γίνεται πνιγηρό, με ανεκδοτολογικές στιγμές, με μια νοσταλγία που όμως δεν έχει μορφή κειμηλίου αλλά καυσίμου για το παρόν και το μέλλον, δεκάδες άνθρωποι του θεάτρου κάθησαν απέναντι από τον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη και του εκμυστηρεύτηκαν στιγμές που έζησαν στο Λυγουριό, στο περίφημο εστιατόριο «Λεωνίδας» που σηματοδοτεί για τη ζωή τους πολλά περισσότερα από ένα χώρο εστίασης εδώ και 60 χρόνια. Με θαυμασμό και βαθιά αγάπη μιλούν για τον Λεωνίδα Λιακόπουλο και την οικογένειά του -την γυναίκα του Κάκια, τους γιους του Νίκος και Γιώργος- για όσα τους προσέφερε στην καθηλωτική εμπειρία της Επιδαύρου, της καθόδου στο ιερό θέατρο της αρχαιότητας.
Το θεατρικό λεύκωμα με τις σπάνιες φωτογραφίες και τις αποκλειστικές αφηγήσεις και διαβάζει μαζί σας τρεις από αυτές. Του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και του Νίκου Καραθάνου. Και είναι σαν να μεταφέρεσαι ακριβώς δίπλα τους, να τρως το «ιαματικό φαγητό της Κάκιας» -συζύγου του Λεωνίδα- να νιώθεις τα δάχτυλα της Μαρίας Χορς να σου πιέζουν θεραπευτικά τα μινίγγια για να φύγει ο πονοκέφαλος, να κρυφακούς τις αθυρόστομες ιστορίες για τα ερωτικά γαϊτανάκια που στήθηκαν παλιά στην αυλή του Λεωνίδα με τα κοριτσόπουλα από τον Χορό των παραστάσεων.
Γιώργος Μιχαλακόπουλος: Στο θέατρο µε το φως του φεγγαριού
«Το θέατρο είναι µια πεταλούδα που καίγεται στο φως. Αναρωτιέσαι: Γιατί δεν µπορώ να ξαναπιάσω αυτήν τη στιγµή, όπως την έπιασα στην πρόβα; Καθώς περνά ο καιρός, η παράσταση βγάζει τις δικές της αποχρώσεις που τις βρίσκεις µε τους θεατές. Όµως, αυτό δεν µετριάζει το άγχος της προετοιµασίας. Όταν γνωρίζεις ότι 14 χιλιάδες άνθρωποι µπορεί να σε αγιοποιήσουν στην επιτυχία και να σε κατασπαράξουν στην αποτυχία, τα πράγµατα είναι ζόρικα.
Είναι ιδιαίτερο θέατρο η Επίδαυρος. Η ορχήστρα έχει σηµεία µε καλύτερη ακουστική. Ο Μινωτής το γνώριζε και τα διάλεγε πρώτος. Κανείς δεν τον αµφισβητούσε. Ούτε και ο Κουν τον κατηγόρησε ποτέ µπροστά σε µας, τους µαθητές του. Αντίθετα, ο Μινωτής δεν φύλαγε τα λόγια του για τον Κουν. Και αυτήν την αντιπαλότητα τη µοιράζονταν και αρκετοί ηθοποιοί.
Κάθε σχολή είχε τα δικά της χαρακτηριστικά. Οι µαθητές του Θεάτρου Τέχνης είχαν την κουλτούρα του γκρι. Φορούσαν πάντα κάτι σκοτεινό. Αντίθετα, εκείνοι του Εθνικού Θεάτρου συµπεριφέρονταν µε µια άνεση, µια ευκολία: «Γεια σου, Τάκη» – έτσι χαιρετούσαν τον Χορν… Όµως, όταν πηγαίναµε στην Επίδαυρο, την ίδια προσδοκία και το ίδιο δέος µοιραζόµασταν και ας περνούσαν τα χρόνια, ας γινόµασταν πιο έµπειροι.
Κάποτε –µέναµε ακόµα στο «Ξενία»– είχα τέτοια αγωνία πριν από την παράσταση, που σηκώθηκα µέσα στη νύχτα. «Δεν αντέχω», είπα της γυναίκας µου, της Αθηνάς. «Θα πάω στο θέατρο». Περπάτησα ως το µνηµείο µε το φως του φεγγαριού. Ένας φύλακας µε άφησε να µπω και στάθηκα στην ορχήστρα έτοιµος να προβάρω τους µονολόγους µου. Όµως, µόλις αναφώνησα «Ω, Δία!» άκουσα από ψηλά κάποιον να κουτρουβαλιάζεται και να µε βρίζει ξαφνιασµένος. Ήταν ο δεύτερος φύλακας, που είχε πεταχτεί έντροµος από τον ύπνο του. Το επόµενο πρωί, αφηγήθηκα την ιστορία στον Λεωνίδα και γελούσαµε. Διασκέδαζε µε τα κουτσοµπολιά που λέγαµε στο τραπέζι και, αργά τη νύχτα, συνεχίζαµε στην «παραλία», όπου λέγονταν και τα καλύτερα…
Πολύ παλιά, το µαγαζί είχε γίνει σκηνικό και για έρωτες αλλά και για συµπλοκές ερωτικές. Ήταν πιο µπρουτάλ τότε οι συµπεριφορές. Μήλον της έριδος ήταν πάντα το κοριτσοµάνι, ο χορός. Αργότερα, αναπτύχθηκαν τεχνικές, ώστε οι διαφορές που προέκυπταν να µην είναι προφανείς. Όµως, ο Λεωνίδας ήταν πάντοτε διακριτικός. Το ίδιο και η Κάκια και όλη τους η οικογένεια. Ήταν της απολύτου εµπιστοσύνης µας. Φιλικοί, ανθρώπινοι, ένιωθες ότι πήγαινες να φας στη µάνα στου και στον πατέρα σου, και τι άλλο να θέλει ένας κουρασµένος ηθοποιός;
Όταν, το 1996, στις «Εκκλησιάζουσες» που σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς, έπαιξα την Πραξαγόρα ντυµένος σαν την Ντόρα Μπακογιάννη, η επιτυχία της πρεµιέρας συνεχίστηκε µε γλέντι στου «Λεωνίδα», που µοιραστήκαµε, πρωτ’ απ΄όλα, µε τον Γιώργο Μοσχίδη, που έπαιζε τον Βλέπυρο, τον σύζυγό µου. Ήµασταν ένα ζευγάρι καταπληκτικό επί σκηνής. Έριχνα την ατάκα και την έπιανε στον αέρα.
Με τα χρόνια, άλλαξαν τα πράγµατα. Ήρθε µια µοναξιά επαγγελµατική και πολλή «πρωτοπορία». Ο Λεωνίδας παρακολουθούσε µαζί µας και αυτός τις αλλαγές. Ήταν µεγάλη ιστορία. Και ακόµα συνεχίζεται.»
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Βάλσαµο στην αγωνία απέναντι στον ρόλο
«Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1979, όταν φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη φτάσαµε στην Επίδαυρο µαζί µε συµµαθητές µου στη δραµατική σχολή, για να δούµε τη δασκάλα µας, Μάγια Λυµπεροπούλου, να υποδύεται την Ελένη στις «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν. Δεν θα ξεχάσω τη µοναδική αίσθηση, όταν είδα ν’ απλώνεται γύρω µου το θέατρο. Το ίδιο εκείνο βράδυ, µετά τη γενική δοκιµή, γνώρισα τον Λεωνίδα. Πού να φανταζόµουν ότι τότε θα ξεκινούσε µια σχέση ζωής.
Επιτρεπόταν ακόµα να κατασκηνώνουµε στο υπαίθριο πάρκινγκ του θεάτρου. Απολαµβάναµε να ζούµε δίπλα στο µνηµείο, αλλά κάθε τόσο, και οπωσδήποτε µετά την πρεµιέρα, καταφεύγαµε στο µαγαζί, στήνοντας αφτί στα διπλανά τραπέζια, όπου ξετυλίγονταν ιστορίες για µεγάλους ρόλους ή µεγάλους έρωτες. Ως µέλη του χορού, τα πρώτα χρόνια, χαιρόµασταν τη νιότη και την ανεµελιά µας πλάι στη δεύτερη οικογένειά µας, την οικογένεια Λιακόπουλου, που ήταν πάντα καλοσυνάτη και διακριτική.
Απέκτησα περισσότερες σχέσεις µε τον Νίκο, που γνωρίζω από µικρό παιδί. Ερχόταν στις πρόβες και περιµέναµε µε ανυποµονησία τα σχόλιά του, που ήταν πάντα εύστοχα και ευγενικά. Είναι ανοιχτός και στα καινούργια ρεύµατα σε σχέση µε την ερµηνεία του αρχαίου δράµατος. Έχει «µαθητεύσει» άλλωστε πλάι στους καλύτερους.
Στου «Λεωνίδα» γνώρισα κι εγώ τον Διονύση Φωτόπουλο το 1984, όταν έπαιξα για πρώτη φορά ως µέλος του χορού στον «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία του Νίκου Περέλη. Στεκόµουν µπροστά στην κουζίνα, µε πλησίασε και άρχισε απλά να µου µιλά για τις εντυπώσεις του. Κολακεύτηκα τροµερά. Είχε ήδη τις διαστάσεις ενός µύθου και τον θαυµάζαµε πολύ. Στο δικό του τραπέζι, ως φίλη πλέον, γνώρισα το 2003 τον Στίβεν Μπέρκοφ. Εκεί συµφάγαµε και µε τη Φιόνα Σο και την Ντέµπορα Γουόρνερ, όταν ανεβάσαµε «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν. Είχαν έρθει, για να δουν τον χώρο εν όψει της προετοιµασίας για τις «Ευτυχισµένες µέρες». Μου έκανε εντύπωση µε πόση απλότητα, οικειότητα και σεβασµό µιλούσαν µαζί µας. Είναι η απλότητα, η οικειότητα και ο σεβασµός που εµπνέει σε όλους αυτή η φιλόξενη ελληνική ταβέρνα. Εκεί, ακόµα και οι διασηµότητες συµµετέχουν σε µια ανθρώπινη εξίσωση, βρίσκουν τη σπιτική θαλπωρή που νοσταλγούν στα αλλεπάλληλα ταξίδια τους.
Ωριµάζοντας και αναλαµβάνοντας την ευθύνη µεγάλων ρόλων, προτιµούσα πλέον να µένω στο δωµάτιο ενός ξενοδοχείου, για να διατηρώ τη συγκέντρωσή µου. Πάντα κάποιος συνάδελφος ή φίλος από τον θίασο µου έφερνε φαγητό της Κάκιας. Και µαζί, κάτι από τη µητρική της θέρµη, βάλσαµο στην αγωνία απέναντι στον ρόλο.
Ο ηθοποιός είναι σαν τον αθλητή: αν δεν σέβεται το σώµα του, εκείνο θα τον προδώσει. Έχει σηµασία να µη βαρύνει, αλλά και να γεµίσει από την ενέργεια που χρειάζεται για να αντεπεξέλθει σε έναν απαιτητικό ρόλο. Το φαγητό της Κάκιας είναι ιαµατικό. Χαίροµαι να τη συναντώ κάθε χρόνο σε αυτόν τον χώρο τον γεµάτο από τα αποτυπώµατα ιστορικών στιγµών, που µε τιµά να έχει και δικές µου φωτογραφίες. Είναι µοναδική η περίπτωση αυτής τής οικογένειας, της τόσο άδολα δεµένης µε τον θεατρικό κόσµο, µε τα εγγόνια να µεγαλώνουν µε το ίδιο ήθος, τον ίδιο πολιτισµό που έχει χτιστεί µέσα στον χρόνο.»
Νίκος Καραθάνος: Μέρος της µυθολογίας του τόπου
«Την πρώτη φορά που βγήκα στην Επίδαυρο µαζί µε άλλους µαθητές της σχολής του Εθνικού, ήταν στους «Πέρσες». Κρατούσαµε κοντάρια και φέρναµε µέσα τη βασίλισσα – δεν βγαίναµε ούτε στην υπόκλιση. Ήταν µια σπουδαία στιγµή να µπορείς να δεις όλο αυτό το χειροκρότηµα του αρχαίου θεάτρου απ’ το πλάι. Ήµασταν παιδιά και µέναµε πάνω από την ταβέρνα του «Λεωνίδα», πλάι στην τεράστια κληµαταριά, σα να ήταν το σπίτι του θείου µας στο χωριό, σα να επιστρέφαµε στο σόι µας.
Μετά τις 9 το βράδυ έπρεπε να κάνουµε ησυχία για τους γείτονες. Μεσ’ στο µαγαζί καθρεφτιζόταν ό,τι συνέβαινε στο θέατρο, δηλαδή κάτι ιερό. Οι φωτογραφίες στους τοίχους µάς προκαλούσαν δέος, χαζεύαµε µπροστά τους, σκιαζόµασταν και λίγο. Σα να διασχίζεις ένα µουσείο. Από κάτω τρώγαµε, βέβαια. Αλλά κι αυτό ήταν γοητευτικό, ήταν η συνάντηση της καθηµερινότητας µε κάτι που την ξεπερνούσε.
Απαγορευόταν να βγούµε το βράδυ, έπρεπε να είµαστε έτοιµοι για την παράσταση και όλα γίνονταν κρυφά. Από το 1990 και µετά το σκάγαµε. Έπρεπε, βέβαια, να περάσουµε µεσ’ από το µαγαζί και µερικές φορές µας έπιανε η Μαρία Χορς που καθόταν µε τους δασκάλους µας µπροστά, στην «παραλία», παίζοντας παντοµίµα. «Πού πάτε εσείς τέτοια ώρα;» Είχαµε δήθεν πονοκέφαλο. «Για ελάτε εδώ». Και µας πίεζε µε τον αντίχειρα τα µινίγγια επί µια ώρα, σαν βελονισµό. Δεν ξέρω αν ήταν από πονηριά ή αθωότητα, σίγουρα ήταν από µεγάλη προστασία. Πονοκέφαλο δεν είχαµε, αλλά τον αποκτούσαµε από τη θεραπεία.
Το «Καπάκι» υπήρχε ήδη, αλλά έπρεπε να καβαλήσεις τα βουνά, για να φτάσεις, δεν είχαµε αυτοκίνητα. Ο τόπος µοσχοµύριζε, είχαν µια µυθολογία τα πράγµατα τότε, όλα συνδέονταν. Ο Λεωνίδας και η οικογένειά του πήγαιναν στις πρόβες, ήταν πάντα εκεί, διακριτικοί, σαν καλά φαντάσµατα, σαν τα ζώα του δάσους. Έλεγαν τη γνώµη τους ευγενικά, ποτέ φωναχτά. Κανέναν δεν ήθελαν να κακοκαρδίσουν. Κι εµείς επιστρέφαµε πάντοτε στο µαγαζί, γιατί ήµασταν στον δρόµο και θέλαµε να βρούµε καταφύγιο. Αυτό θυµάµαι από µικρός, στολισµένο µε χιλιάδες ιστορίες. Μετά άρχισε στην Επίδαυρο να έρχεται πολύς κόσµος και να γίνεται ένα γλέντι περίεργο.
Άλλαξαν πολλά, όµως η θέρµη αυτών των ανθρώπων παραµένει αναλλοίωτη. Με την ίδια αγάπη, το ίδιο ζεστό χέρι να σου δώσουν το πιάτο µε το φαγητό, την ίδια υποµονή να σε περιµένουν µεσ’ στα άγρια µεσάνυχτα. Ο Νίκος και ο Γιώργος δεν έχασαν δράµι της ευγένειάς τους µεγαλώνοντας. Το ίδιο και η Σοφία και τα παιδιά. Με λίγες κουβέντες και µια χειραψία συνεννοείσαι µια χαρά. Γιατί έχουν καλοσύνη και παιδεία, µεγάλωσαν σ’ έναν τόπο µοναδικό. Είχαν τα χωράφια τους, ξάφνου ανακαλύφθηκε ένα αρχαίο θέατρο ανάµεσά τους και αυτό τους άλλαξε για πάντα.
Ακόµα και αν τυχαίνει να µην ιδωθούµε για καιρό, όταν ξαναβρισκόµαστε, ο χρόνος µηδενίζεται. Είναι σαν την ηλικία µας να τη λογαριάζουµε από τη στιγµή που συναντιόµαστε. Μου κάνει πάντα εντύπωση ότι σε κάθε γιορτή θα λάβεις ένα µήνυµα, σε κάθε κηδεία ανθρώπου του θεάτρου θα τους δεις διακριτικά να στέκονται στο βάθος. Σα να νιώθουν ένα καθήκον να παρευρεθούν, όσο µακριά και αν βρίσκονται. Είναι χαρά να τους βλέπεις και τιµή να συµµετέχεις στη µεγάλη οικογένειά τους.»
Comments