ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ (Μέρος ε΄)
Στο μεταξύ, το βράδι στις 13 προς τις 14 του Ιούλη ο Πλαπούτας με 2.500 άνδρες πηγαίνοντας τρόφιμα στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη του Άργους, έδωσε πολύωρη και πολύνεκρη μάχη με τους Τούρκους πολιορκητές του φρουρίου. Τελικά ενίκησαν οι Έλληνες και οι Τούρκοι διασκορπίστηκαν. Τότε ύστερα από συμβούλιο των οπλαρχηγών αποφασίστηκε να μείνει στο φρούριο της Λάρισας μόνο μια δύναμη από 700 άνδρες με τους οπλαρχηγούς Γ. Αγαλόπουλο, Μπαρμπιτσιώτη, Κουμουστιώτη και Γεώργη Μαυρομιχάλη, ώστε να επαρκέσουν για πολυήμερη πολιορκία τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια, που έφερε ο Πλαπούτας. Οι υπόλοιποι 1.000 άνδρες με τον Πάνο Κολοκοτρώνη και τον Δημ. Υψηλάντη, έφυγαν από το φρούριο. Τότε ο Υψηλάντης με το Σώμα του πήγε στο Κεφαλάρι και ο Πάνος Κολοκοτρώνης στρατοπέδευσε μαζί με τον Πλαπούτα στο Σχοινοχώρι.
Στις 16 του ίδιου μήνα, οι οπλαρχηγοί Δημ. Τσώκρης, Μητροπέτροβας, Κεφάλας, Παπατσώνης και Τσαλαφατίνος με αρχηγό τους τον Αντώνη Μαυρομιχάλη ξεκίνησαν με σημαντική δύναμη από τους Μύλους, με σκοπό να χτυπήσουν τους πολιορκητές Τούρκους στα οχυρώματά τους και να βοηθήσουν τους πολιορκημένους με τρόφιμα και μ’ ένα πυροβόλο. Κάτω από το φρούριο δόθηκε πεισματική μάχη Ελλήνων και Τούρκων. Όλο το ιππικό του Δράμαλη έτρεξε να βοηθήσει τους πολιορκητές Τούρκους. Έτυχε ένας στρατιώτης από το Νεοχώρι της επαρχίας του Αγίου Πέτρου να πανικοβληθεί και το έβαλε στα πόδια. Ακολούθησαν και άλλοι. Στο μεταξύ, πήραν μέρος στη μάχη κι άλλοι Τούρκοι, που καταδίωξαν τους Έλληνες στον κάμπο και σκότωσαν γύρω στους 130 και τραυμάτισαν 130.
Η μάχη χάθηκε άδοξα από ανεμυαλιά των οπλαρχηγών, γιατί πρώτα από όλα δεν ειδοποιήθηκαν ούτε ο Θ. Κολοκοτρώνης, ούτε ο Δημ. Πλαπούτας, που είχε στρατοπεδεύσει στο Σχοινοχώρι κι ήταν ικανός να δώσει αποτελεσματική βοήθεια.
Και πιστεύτηκε τότε ότι το άμυαλο τούτο κίνημα έγινε με υποκίνηση πολιτικάντηδων «ολιγαρχικών» που και σ’ αυτή την κρίσιμη περίσταση, φθονεροί κι αμετανόητοι, δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις πατριωτικές πρωτοβουλίες του Θ. Κολοκοτρώνη. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει ο Νικ. Σπηλιάδης, είναι αυτά που έγραψε τότε σε συνθηματικό του γράμμα στον αδελφό του Κανέλλο στην Τριπολιτσά ο Νικολάκης Δεληγιάννης:
«Ηττήθημεν, ας έχη δόξαν ο Θεό· άλλως αν ενικώμεν, ο Δήμος εγίνετο βασιλεύς».
Στις 17 του Ιούλη, ειδοποιημένος για το χάσιμο της μάχης, άφησε στον Άη – Γιώργη για αναπληρωτή του αρχηγό τον Αντωνάκη Κολοκοτρώνη με 1.000 άνδρες. Ο ίδιος διηγιέται σχετικά:
«Πηγαινάμενος εις τους Μύλους τους Αργίτικους ηύρα όλους τους στρατιώτας λυπημένους από τον πόλεμο της άλλης ημέρας που εχάθηκαν στρατιώταις. Δεν έλειψα να τους ομιλήσω και να τους ενθαρρύνω, ότι αν οι Τούρκοι εσκότωσαν 150, ημείς (θα σκοτώσουμε) χιλιάδες και να εκδικηθούμε και άλλα πολλά τους είπα και εμψυχώθηκαν. Τους εμάλωσα πολύ με την αταξία του πολέμου ότι δεν ωμίλησαν και του Κολιόπουλου (Πλαπούτα)…».
Την άλλη μέρα ο Κολοκοτρώνης ξαναγύρισε στον Άη – Γιώργη και επιθεώρησε τα διάφορα οχυρώματα. Στις 20 του Ιούλη ο Κολοκοτρώνης φεύγει από τον Αγιώργη και πηγαίνει στο Κεφαλάρι με σκοπό να προετοιμάσει την έξοδο των πολιορκημένων Ελλήνων του φρουρίου της Λάρισας.
«Έκραξα τα στρατεύματα εις τους Μύλους τους Αργίτικους – διηγιέται ο ίδιος – και τους ωμίλησα δύο ώραις:
– Να πολεμήσουμε να βγάλωμε τους κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα. Αποφάσισα να κτυπήσωμε το βράδυ – στις 20 του Ιούλη, ανήμερα του Προφήτη Ηλία – από όλαις ταις μεριαίς τους Τούρκους, διατί δεν ημπορούσε να πάγει άνθρωπος να τους ιδεί, αλλ’ ότι έκαναν τα σινιάλα…».
Στις 21 δόθηκε μάχη γύρω από το φρούριο, που κράτησε πέντε ώρες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στις 23 το βράδυ συγκεντρώνονται πολλά στρατιωτικά σώματα με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη ολόγυρα στο φρούριο, για να διευκολύνουν την έξοδο των πολιορκημένων. «Έκαμα – λέει ο «Γέρος» – ένα στρατήγημα, να πάμε ολοτρόγυρα να αδειάσωμε από δυο τουφέκια, να κάνουμε φανό και εκείνοι να κάμουν τρόπον να έβγουν από το Παλιόκαστρο. Έτσι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από το Παλιόκαστρο και άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί και εβγήκαν όλοι εις τους Μύλους του Άργους υγιείς».
Το πρωί της άλλης μέρας, μπαίνοντας οι Τούρκοι στο φρούριο δεν βρήκαν τίποτα. Ό Δράμαλης που περίμενε να βρει θησαυρούς στο κάστρο και αποθήκες από τρόφιμα και πολεμοφόδια, απογοητεύθηκε. Στο μεταξύ, οι πασάδες του Επιτελείου του δυσανασχετούσαν με την απραξία του Σερασκέρη. Οι στρατιώτες του υπόφεραν από πυρετούς, από έλλειψη νερού και από την πείνα. Τρώγοντας πολλοί από τα άγουρα σταφύλια αρρώσταιναν και μη έχοντας καμμιά περίθαλψη πέθαιναν «σαν το σκυλί στ’ αμπέλι» κατά την παροιμία. Οι Αλβανοί απειθαρχούσαν. Είχε δημιουργηθεί μιά κρίσιμη κατάσταση για το Δράμαλη, που δεν εύρισκε άλλη διέξοδο από τον γυρισμό του στην Κόρινθο, μιά που και ο Τουρκικός Στόλος δεν μπόρεσε να πλησιάσει στον Αργολικό Κόλπο για να τον εφοδιάσει με τροφές και πυρομαχικά.
Την ίδια μέρα, στις 24 Ιουλίου, έγινε Πολεμικό Συμβούλιο του Δράμαλη και των πασάδων του Επιτελείου του. Σ’ αυτό υποστηρίχτηκε αρχικά η γνώμη να προχωρήσει η Στρατιά από τέσσερις κατευθύνσεις για την Τριπολιτσά. Αλλά στο τέλος κρίθηκε προτιμότερο, για να αποτραπούν νέες οδυνηρές περιπέτειες, να πισωστρέψει ο στρατός στην Κόρινθο και αφού ανασυνταχθεί και τροφοδοτηθεί να συνεχίσει την εκστρατεία του για την κατάκτηση του επαναστατημένου Μοριά.
Το περίεργο είναι ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης, που δεν είχε ούτε μιά στιγμή ησυχία, παρακολουθούσε με τηλεσκόπιο τις κινήσεις του Δράμαλη και των πασάδων του, καθώς συνεδρίαζαν και πηγαινοέρχονταν γύρω από την σκηνή του Σερασκέρη. Είχε ανέβει στην κορφή του Κεφαλαριού και μπορούσε να παρακολουθεί κάθε κίνηση. Στην αρχή, σαν να μονολογούσε, είπε: «Τετέλεσται! Οι Τούρκοι σχεδιάζουν να εκστρατεύσουν μέσα στην Πελοπόννησο και πια Πατρίδα δεν έχομε». Αργότερα όμως, κατανοώντας ότι ματαιώθηκε το αρχικό σχέδιο, και οι Τούρκοι θα επιστρέψουν στην Κόρινθο, ακούστηκε να λέει μ’ ανακούφιση, καθώς έκανε το σταυρό του: «Δόξα σοι ο Θεός, εσώθημεν!».
Συνεχίζεται
Comments