ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ (Μέρος ιβ΄)
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΛΕΝΙΑΣ
Άλλοι ποιητές της εποχής εκείνης, οι Φαναριώτες αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος ετόνισαν θριαμβευτικούς ύμνους, για τα Δερβενάκια, που τα αποκάλεσαν «Χερσαία Σαλαμίνα» και «νέες Θερμοπύλες». Και η Λαϊκή Μούσα πολυτραγούδησε το «έπος των Δερβενακίων». Ένα από τα πολλά της τραγούδια είναι κι αυτό:
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε κατά τα Δερβενάκια·
Και ο Γενναίος βίγλαγε από τον Άη – Σώστη·
Και του Νικήτα μίλησε και του Ψηλάντη λέει:
– Γειά σου, Ψηλάντη πρίγκιπα, Νικήτα παληκάρι.
Κερνάτε ρούμι τα παιδιά, κρασί τα παληκάρια,
Γιατί μαυρίλα έρχεται κάτου στα Δερβενάκια·
Ήταν ασκέρι Τούρκικο, μιά εικοσαριά χιλιάδες·
Ήταν πασάδες ξακουστοί, πολλοί ντερεμπεήδες·
Δεν ετηράξανε στρατό, μηδέ και παληκάρια.
Και άλα – άλα κάνανε, στον Άγιο Σώστη πάνε·
Μα εκεί τους καρτεράγανε με δυνατό ντουφέκι
Ο καπετάν Νικηταράς κι οι Κολοκοτρωναίοι.
– Δόστε φωτιά μωρέ παιδιά, προσέχτε παληκάρια.
Κι ευθύς εξεσπαθώσανε, τους έδωκαν ντουμάνι,
Τους τσάκισαν κ’ επέφτανε κορμιά χωρίς κεφάλια!
Κι άλλο ένα τραγούδι δημοτικό ανιστοράει και λέει:
Οι μπέηδες της Ρούμελης, του Δράμαλη οι πασάδες
στο Δερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο μιά πέτρα
κι’ απανωσκεπάσματα τους πάγους και τα χιόνια
Κολοκοτρώνης πέρασε με τους καπεταναίους
και τα κεφάλια τήραε και τα κορμιά τηράει.
Και ο Νικήτας έλεγε και ο Νικήτας λέει:
– «Κορμιά πουν’ τα κεφάλια σας και πούνε τ’ άρματά σας;»
Και τα κορμιά ετρέμανε και τα κεφάλια λένε:
– «Τι να σου πούμε Στρατηγέ, και σε Νικηταρά μας,
Το κρίμα νάχει ο Δράμαλης, τ’ ανάθεμα ο Σουλτάνος,
μας έστειλε μέσ’ στο Μοριά, τους κλέφτες να βαράμε.
Εδώ κλέφτες δεν ηύραμε, ευρήκαμε λιοντάρια
Στα δόντια σούρνουν το σπαθί, στα χέρια το τουφέκι».
Κι ένας πασάς τούς μίλησε και τους περικαλάει:
– «Κάντε νισάφι, Στρατηγέ, και σεις καπεταναίοι!».
Ανεξάντλητη η Λαϊκή Μούσα, εμπνέεται από το αθάνατο έπος των Δερβενακίων και ψάλλει και τούτο εδώ το περίφημο τραγούδι:
«Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου
και πες τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι Μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες.
Στα Δερβενάκια κείτονται στο χώμα ξαπλωμένοι
Στρώμα ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια,
Και για ’πανοσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη,
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτούνε:
– Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
– Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
Και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια
Κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για τούρκους
Κλαίνε μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες».
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΛΕΝΙΑΣ
Οι Τούρκοι πασάδες, που είχαν την τύχη να σωθούν μαζί με το Δράμαλη, ύστερα από την καταστροφή στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι της μεγάλης Τουρκικής Στρατιάς του (26 – 28 Ιουλίου 1822) που ντροπιασμένοι έφτασαν στην Κόρινθο, άρχισαν από τις πρώτες κι’ όλας ημέρες να αναζητούνε, μέσα σε σφοδρές λογομαχίες, τα αίτια της πρωτόφανης αυτής καταστροφής. Και σαν κύριο υπεύθυνο θεώρησαν τον άτυχο Σερασκέρη κι έρριχναν όλα τα βάρη στην ανεμυαλιά του, που στηρίχτηκε στο πολυάριθμο του στρατού του και στις παληές του στρατιωτικές επιτυχίες στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο και δεν πήρε όσα μέτρα πρόνοιας έπρεπε να πάρει, για να απέφευγε την πανωλεθρία της περίφημης Στρατιάς του.
Και πρώτα – πρώτα, πριν ξεκινήσει για την Αργολίδα έπρεπε να κάνει την Κόρινθο κύριο στρατόπεδό του και κέντρο εφοδιασμού της Στρατιάς του. Παράλληλα έπρεπε να προνοήσει, σαν στρατιωτικός εγκέφαλος που ήτανε, να εξασφαλίσει τα «νώτα» του, αφήνοντας φρουρές στα ενδιάμεσα χωριά του δρόμου από Κόρινθο μέχρι το Άργος, σε τρόπο που να έμενε ανοιχτός ο δρόμος για την ακώλυτη διάβαση του στρατού, πεζικού, πυροβολικού και ιππικού, και για την τροφοδοσία του. Αντί όμως γι’ αυτά τα στοιχειώδη μέτρα, πιστεύοντας ότι ήταν να κάνει ένα απλό στρατιωτικό περίπατο στο Μοριά και θα κατέπνιγε στο αίμα την εξέγερση των ραγιάδων, προχώρησε με όλη σχεδόν την στρατιωτική του δύναμη στην Αργολίδα, για να βρεθεί σε αδιέξοδο και να κλεισθεί σ’ ένα τόπο, που, από την αντίδραση των αντιπάλων του, κατάντησε να γίνει ο τάφος της Στρατιάς του.
Και καθώς οι πασάδες του Επιτελείου του Δράμαλη αναζητούσαν τα αίτια της καταστροφής, και απέδιδαν τις ευθύνες στο Σερασκέρη, που δεν μπορούσε να συνέλθει από την στενοχώρια και τη θέρμη, άρχισαν να αραδιάζουν και να μελετούν σχέδια, που θα τους επέτρεπαν να επανορθώσουν τα σφάλματα, που έγιναν, να ανασυντάξουν τα υπολείμματα της Στρατιάς, να δυναμώσουν το πεσμένο ηθικό τους και – για να σώσουν και το κεφάλι τους – να σημειώσουν μιά σημαντική επιτυχία ή ακόμη, αν ευδοκούσε ο «Μεγάλος τους Προφήτης» να επιτύχουν εκεί, που απέτυχε ο αλαζόνας Σερασκέρης τους.
Κατέστρωσαν λοιπόν ένα καλά μελετημένο πρόγραμμα ενεργείας και το έβαλαν σε εφαρμογή. Την Διοίκηση της «Στρατιάς» ανέλαβαν ουσιαστικά ο συγγενής του Δράμαλη, Υπαρχηγός του Επιτελείου του Μαχμούτ Χασάν Ζίχναλης και ο Δελή – Αχμέτ, Δελήμπασης (Αρχηγός του Ιππικού), που ανασύνταξαν και οργάνωσαν μια αξιόμαχη δύναμη από πεζικό, ιππικό και πυροβολικό και αποφάσισαν, γλήγορα – γλήγορα, να κάνουν μιά βιαστική εξόρμηση προς την περιοχή Κλένιας και Νεμέας. Βιάσθηκαν να κάνουν την εξόρμησή τους, όταν πιστοποίησαν, ότι η πολιορκία άρχισε να χαλαρώνεται από τους Έλληνες, ιδιαίτερα προς το δρόμο, που ωδηγούσε στην Αργολίδα κι όταν, περιήλθε σε γνώση τους ότι στην Κλένια είχαν αποθηκεύσει οι «γκιαούρηδες» πολεμοφόδια, τρόφιμα, καθώς και πολεμικά λάφυρα από τα Δερβενάκια. Ακόμα, φαίνεται, πως ήξεραν πως στην περιοχή αυτή, είχαν μείνει μόνο δύο φρουρές από Επαναστάτες Έλληνες, η μία έξω από την Κλένια, και η άλλη στον Άγιο Βασίλη, που δεν είχαν αξιόλογη δύναμη κι έτσι θα υπόκυπταν εύκολα. Έχοντας έτσι εξασφαλισμένη την επιτυχία, αφού δεν υπήρχε «το αντίπαλον δέος» και δίνοντας βάση στην αξία ενός αιφνιδιασμού, που ήταν αδύνατο να τον φαντάζονται οι Έλληνες, συγκέντρωσαν αθόρυβα μια γερά οπλισμένη δύναμη από 8.000 άγριους ντελήδες (ιππείς) και πεζούς και χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς αλαλαγμούς αυτή τη φορά, εξόρμησαν για τη βέβαιη νίκη, τις πρώτες πρωινές ώρες στις 4 Αυγούστου (1822).
Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, όταν η εμπροσθοφυλακή του Τούρκικου ιππικού με επικεφαλής τον ίδιο τον φοβερό και τρομερό Δελήμπαση – Δελή Αχμέτ, φάνηκε να ανηφορίζει το δρόμο, που οδηγούσε κατά την Κλένια. Ξαφνικά, αντελήφθηκε η σκοπιά των Ελλήνων τους ντελήδες με υψωμένες τις σπάθες να προχωρούν με κάθε προφύλαξη. Μόλις πλησίαζαν στη θέση, όπου το σημερινό Χιλιομόδι, «η μάχη ενοίγη» από τον Ελληνικό προμαχώνα. Μιά σειρά από ομοβροντίες έπεσαν πάνω στο σωρό των ντελήδων και σκότωσαν μερικούς, που πήγαιναν μπροστά. Οι άλλοι ντελήδες, που ακολουθούσαν ακροβολίστηκαν και πολλοί από αυτούς έκαναν να προχωρήσουν για την Κλένια, μα εμποδίσθηκαν από τα εύστοχα πυρά των Ελλήνων. Το Στρατιωτικό Σώμα, που υπεράσπιζε την Κλένια είχε μια δύναμη, που δεν υπερέβαινε τους τετρακόσιους, Μανιάτες, Αγιοπετρίτες και Κορίνθιους με αρχηγό τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και οπλαρχηγούς τον Κατσάκο, Ηλία Τσαλαφατίνο, τον Παπαπιτσούνη και τον καπετάν Νικόλα Κοντογιάννη-Κλενιάτη. Όμως η θέση του Ελληνικού προμαχώνα, «μάλλον επίπεδη» μ’ όλο τον ηρωισμό της Φρουράς του, δεν μπορούσε να κρατηθεί πολλή ώρα. Κι έτσι, αναγκάσθηκαν οι υπερασπιστές του να το εγκαταλείψουν και έτρεξαν να οχυρωθούν μέσα στα σπίτια, που είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους. Εκεί, μέσα στο χωριό, έφτασαν σε λίγο, άγρια κραυγάζοντας οι Τούρκοι ντελήδες και συνεχίστηκε η μάχη. Η υπεροχή όμως του τούρκικου ιππικού, ανάγκασε την φρουρά της Κλένιας να εγκαταλείψει το χωριό και να σκορπίσει στον ελαιώνα και στο πευκοδάσος της Φανερωμένης, ενώ αρκετοί από τους Έλληνες συνέχιζαν τον πόλεμο με τους πεζούς Τούρκους, που είχαν φτάσει κι αυτοί στα περίγυρα της Κλένιας.
Συνεχίζεται
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση.
Comments