Στις 6 Αυγούστου 1915, μια ομάδα Ρώσων στρατιωτών απέδειξε πως ούτε ο Θάνατος ήταν ικανός να τους εμποδίσει να κάνουν το χρέος τους προς την πατρίδα.
Το οχυρό Osowiec βρισκόταν στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας – Ρωσίας, στην σημερινή ανατολική Πολωνία. Ήδη από την έναρξη του πολέμου, οι Γερμανοί είχαν επιχειρήσει δύο φορές να το καταλάβουν (Σεπτέμβριος 1914, Φεβρουάριος 1915), αλλά παρά τις προσπάθειές τους, το οχυρό εξακολουθούσε να ανθίσταται. Στις 6 Αυγούστου 1915, οι γερμανικές δυνάμεις αποφάσισαν να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις αλλά αυτή τη φορά θα έριχναν στη μάχη ένα νέο φονικότατο όπλο, αέριο χλωρίνης. Γνωρίζοντας ότι οι Ρώσοι στρατιώτες δεν διέθεταν ειδικές μάσκες για την αντιμετώπιση των αερίων, η γερμανική διοίκηση ήταν σίγουρη πως η μάχη θα ήταν σύντομη και αναίμακτη.
Το πρωί της 6ης Αυγούστου 1915, με τον άνεμο να φυσά προς την κατεύθυνση του οχυρού, οι Γερμανοί ξεκίνησαν να διοχετεύουν το αέριο. Οι Ρώσοι στρατιώτες αιφνιδιάστηκαν. Αντιλαμβάνονταν την αναστάτωση στις εχθρικές γραμμές και είχαν λάβει θέσεις μάχης αλλά, παραδόξως, καμία επίθεση δεν εκδηλωνόταν. Λίγο αργότερα κατάλαβαν το γιατί. Αντί για κύματα γερμανικού πεζικού, διέκριναν στον ορίζοντα ένα πυκνό πράσινο σύννεφο να κινείται αργά προς το μέρος τους. Στο πέρασμα του αερίου, το χορτάρι μαύριζε και τα φύλλα των δέντρων έπαιρναν ένα κίτρινο χρώμα. Τα ρωσικά πυροβόλα άρχισαν να παρουσιάζουν σημάδια οξείδωσης καθώς ήταν φτιαγμένα από χαλκό. Μέσα σε λίγη ώρα, 4 λόχοι ρωσικού πεζικού (9ος, 10ος, 11ος, 12ος) κυριολεκτικά αφανίστηκαν καθώς οι άνδρες πέθαιναν βασανιστικά στην αποπνικτική ατμόσφαιρά που είχε δημιουργηθεί. Κάποιοι προσπάθησαν να προστατευτούν καλύπτοντας τα πρόσωπά τους με τις φανέλες τους αφού πρώτα τις είχαν βρέξει ή τις είχαν ουρήσει χωρίς όμως επιτυχία.
Έπειτα από λίγη ώρα, όταν το αέριο είχε πια διαλυθεί, 12 – 14 τάγματα (7.000 – 8.000 άνδρες) γερμανικού πεζικού ξεκίνησαν σταδιακά την προέλασή τους προς τις ρωσικές γραμμές. Στο πεδίο επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία που την διέκοπτε μόνο ο ήχος του επελαύνοντος πεζικού. Οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν σίγουροι πως τίποτα ζωντανό δεν υπήρχε μπροστά τους. Έκαναν όμως λάθος. Μόλις πλησίασαν τα πρώτα ρωσικά χαρακώματα αντίκρισαν το αδιανόητο. Μέσα από το νεκρό τοπίο εμφανίστηκαν περίπου 100 Ρώσοι στρατιώτες, επιζώντες του 8ου και 13ου λόχου, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Vladimir Kotlinsky. Όλοι τους είχαν σημάδια χημικών εγκαυμάτων στο πρόσωπο και τα χέρια. Το δέρμα είχε σκάσει και οι άνδρες αιμορραγούσαν από τις ανοιχτές πληγές, το στόμα, την μύτη και τα μάτια. Πολλοί από αυτούς έβηχαν έντονα φτύνοντας ποσότητες αίματος και κομμάτια από τους κατεστραμμένους τους πνεύμονες. Οι στολές τους ήταν σωστά κουρέλια από τις συνεχείς, βίαιες συγκρούσεις. Κι όμως, αυτοί οι άνδρες, που θα έπρεπε να είναι νεκροί, στέκονταν στα πόδια τους. Επιστρατεύοντας όσα αποθέματα δύναμης τους είχαν μείνει αντεπιτέθηκαν με ορμή εφ’ όπλου λόγχης κατά των επελαύνοντων Γερμανών.
Το σοκ των τελευταίων ήταν απερίγραπτο. Πανικόβλητοι στρατιώτες, ξεχνώντας ότι υπερτερούσαν 70 – 80 προς 1, ότι
οι αντίπαλοί τους ήταν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, πετώντας τον οπλισμό τους. Αρκετοί ποδοπατήθηκαν μέσα στο χάος και τον πανικό της φυγής, ενώ άλλοι έπεσαν πάνω στα πυκνά συρματοπλέγματα που βρίσκονταν μπροστά από τα γερμανικά χαρακώματα. Όλη αυτή την ώρα, οι Ρώσοι στρατιώτες εξακολουθούσαν να ορμούν μπροστά αδιαφορώντας για τα πάντα. Άλλωστε, έπρεπε να είναι ήδη νεκροί. Δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Φτάνοντας στα αντίπαλα συρματοπλέγματα, σταμάτησαν την καταδίωξη και άρχισαν να πυροβολούν τους υποχωρούντες Γερμανούς. Εν τέλει, αποσύρθηκαν στις θέσεις τους. Αρκετοί υπέκυψαν το ίδιο βράδυ, ανάμεσά τους και ο ανθυπολοχαγός Kotlinsky. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι επιζώντες διατάχθηκαν να εκκενώσουν το οχυρό. Οι εφημερίδες της εποχής, χαρακτήρισαν την μάχη ως «Η έφοδος των πεθαμένων.».
Πηγή: Chronica Historica Χρήστος Σ.
Comments