Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» αποτελεί ένα πλοίο – θρύλος του Πολεμικού μας Ναυτικού και της χώρας, καθώς συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα του έθνους και είναι ζήτημα εάν συναντάμε στην παγκόσμια ιστορία κάτι παρόμοιο. Η φήμη και ο σεβασμός απ’ όλους τους Έλληνες, αλλά και απο ξένους (συμμάχους και μη) φθάνει ως τις μέρες μας.
Για τους Τούρκους ήταν το σεϊτάν παπόρ (το «διαβολοκάραβο»), καθώς στις ναυµαχίες ελισσόταν αξιοθαύµαστα, αναπτύσσοντας ταχύτητα που έφθανε µέχρι και τους 23 κόµβους – όταν το γρηγορότερο εχθρικό δεν υπερέβαινε τους 17. Για τους Ελληνες ήταν ο ατρόµητος «µπαρµπα-Γιώργης», που µε το εκτόπισµά του και την ικανότητα να εκτοξεύει ένα βλήµα κάθε έξι δευτερόλεπτα ανάγκασε τον τουρκικό στόλο να κλειστεί στα στενά των ∆αρδανελίων για 60 ολόκληρα χρόνια.
Γένεση του Γιώργιου Αβέρωφ
Παρότι αναφέρεται ως θωρηκτό, είναι θωρακισμένο καταδρομικό που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, αρχικά για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού της Ιταλίας. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας ώθησε την κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να ενδιαφερθεί για την αγορά του στα τέλη του 1909 (12 Νοεμβρίου) και να προλάβει τους Τούρκους που προς στιγμήν το διεκδίκησαν.
Ήταν η εποχή που η χώρας μας είχε επιδοθεί σ’ ένα εκτεταμένο εκσυγχρονισμό των ενόπλων της δυνάμεων, μετά την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ειδικά στο Πολεμικό Ναυτικό, ο στόλος ήταν απαρχαιωμένος και η κυριαρχία στο Αιγαίο απαιτούσε την ένταξη νέων σύγχρονων μονάδων στη δύναμή του.
Η αγορά του θωρακισμένου καταδρομικού ή βαρέως ευδρόμου, σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία, κόστισε 23.650.000 χρυσέςδραχμές στην τότε ελληνική κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη απο τις οποίες οι 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από την κληρονομιά του Γεωργίου Αβέρωφ (1815-1899), που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου, για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων» και εξ αυτού του λόγου το πλοίο έλαβε το όνομά του.
Το θωρηκτό «Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1910 και παραδόθηκε στη χώρα μας στις 15 Μαΐου 1911. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία με την ευκαιρία της στέψης του βασιλιά Γεωργίου Ε’, την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου κατέπλευσε στο Φάληρο κι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον ελληνικό λαό.
Σχεδιασμός & κατασκευή
Το πλοίο είναι θωρακισμένο καταδρομικό, κλάσης ΠΙΖΑ (ήταν ακριβές αντίγραφο του ιταλικού θωρακισμένου καταδρομικού «Pisa» που είχε ναυπηγηθεί το 1907 με βάση σχέδιο του ναυπηγού Ιωσήφ Ορλάντο). Ήταν από τα πιο σύγχρονα πολεμικά της εποχής του, ήταν ατμοκίνητο με ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, είχε 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG και η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23,6 κόμβων. Είχε πλήρωμα 20 αξιωματικών και 670 ναυτών.
Το Θωρηκτό δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός.
Στο θωρηκτό «Αβέρωφ» δόθηκε η ευκαιρία ήδη από την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου να επιβάλει την παρουσία του και σε επιχειρησιακό επίπεδο να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Με κυβερνήτη τον ναύαρχο και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη (1855-1935), ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) κατά του τουρκικού στόλου, διαλύοντας τις προσδοκίες της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου.
Τον Οκτώβριο του 1918 το «Αβέρωφ» αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη και ύψωσε την ελληνική σημαία απέναντι από το παλάτι του Σουλτάνου, καθώς η χώρα μας ήταν μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου το καλοκαίρι του 1922 βρέθηκε ξανά στα παράλια της Ιωνίας, για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου συνδέθηκε με θλιβερά επεισόδια, που είχαν μοιραίες συνέπειες για τις μετέπειτα εξελίξεις των εσωτερικών μας πραγμάτων. Το θλιβερότερο απ’ όλα ήταν η χρησιμοποίησή του από τους στασιαστές στο φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και γερασμένο, παρέμεινε η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Μετά τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, επικράτησε προς στιγμήν η ιδέα να βυθισθεί για να μην παραδοθεί στον εχθρό, αλλά γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Το «τυχερό καράβι», όπως είχε αποκληθεί, έφθασε τελικά σώο στην Αλεξάνδρεια και για το υπόλοιπο του πολέμου συμμετείχε σε νηοπομπές στον Ινδικό Ωκεανό.
Οι δύο τελευταίες του αποστολές – ειρηνικές αυτή τη φορά – ήταν η μεταφορά της κυβέρνησης της Απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου στον Πειραιά (17 Οκτωβρίου 1944) και το ταξίδι του στη Ρόδο (15 Μαΐου 1945), όπου έφερε το μήνυμα της προσάρτησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Το 1952 το «αήττητο πλοίο», που συνδέθηκε άρρηκτα με τον ναύαρχο Κουντουριώτη και την πολιτική πίστη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη ναυτική ισχύ της Ελλάδος, παροπλίστηκε και σήμερα ναυλοχεί στο Φάληρο, όπου λειτουργεί ως Πολεμικό Μουσείο.
Το πλοίο έπεσε στο λιμάνι για σημαντικές επισκευές και δεν τολμούσε ξανά μέχρι να αναχωρήσει από τη Βομβάη στις αρχές Νοεμβρίου 1942. Μέχρι τότε, είχε χαρακτηριστεί ως «Γεώργιος Never-off», από το προσωπικό του Βασιλικού Ναυτικού της βάσης.
Όπως είπαμε και στην αρχή το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» είχε καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό από όλους, χαρακτηριστικό αυτού του σεβασμού είναι οτι μέχρι να αναχωρήσει από τη Βομβάη στις αρχές Νοεμβρίου 1942, είχε χαρακτηριστεί ως «Γεώργιος Never-off», από το προσωπικό του Βασιλικού Ναυτικού της βάσης.
Comments