
Ο Σίμων Σίνας (Βιέννη, 15 Οκτωβριίου 1810 – 15 Απριλίου 1876) υπήρξε εθνικός ευεργέτης, διπλωμάτης και επιχειρηματίας του 19ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Ήταν γιος του εθνικού ευεργέτη και επιχειρηματία Γεωργίου Σίνα. Φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της Βιέννης και σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία και πολιτική οικονομία στην ίδια πόλη. Μαζί με τον μέντορά του Έλληνα, έμπορο και λόγιο Ζηνόβιο Πώπ, ταξιδεύει στην Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία. Ο Γεώργιος ταυτοχρόνως, εκτός από την ελληνική παιδεία και την γερμανική, μαθαίνει κι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες που θα τον βοηθήσουν να καταστεί δεινός έμπορος και τραπεζίτης. Το 1835, αναλαμβάνει από τον πατέρα του την διεύθυνση του εμπορικού οίκου, εκπλήσσοντας τον εμπορικό κόσμο με τις οξυδερκείς ενέργειές του. Εργάστηκε στις οικογενειακές επιχειρήσεις και υπήρξε γενικός κληρονόμος της κολοσσιαίας πατρικής περιουσίας, την οποία θα αυξήσει. Δεν επεξέτεινε όμως τις οικονομικές δραστηριότητες του πατέρα του, αλλά εισήγαγε νέες μεθόδους καλλιέργειας στις απέραντες γαιοκτησίες του.

Ο Σίμων Σίνας παντρεύτηκε με την Ειρήνη Τύρκα και απόκτησε, στην πόλη Νίσσα στις 20 Νοεμβρίου 1783, τον Γεώργιο Σίνα. Δυστυχώς, η σύζυγός του πεθαίνει σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη γέννα. Λίγο αργότερα, ο Σίμων Σίνας καταστρέφεται οικονομικά και μεταβαίνει στις Σέρρες στην αδερφή της συζύγου του, Μαρία Βρέττα Τζαχάνη, όπου της αφήνει το γιό του και ο ίδιος επιστρέφει στην Μπίτωλα και έπειτα στην Βιέννη. Εκεί επανακάμπτει ασχολούμενος με το εμπόριο και από το 1802 αρχίζει ο εμπορικός οίκος Σίνα να λειτουργεί αυτοτελώς.
Το 1791, ο Σίμων Σίνας καλεί τον οκτάχρονο γιό του Γεώργιο στην Βιέννη προκειμένου να λάβει τη σωστή μόρφωση δίπλα στον λόγιο Δημήτρη Δάρβαρη, και ταυτόχρονα να βοηθήσει στις εργασίες τον πατέρα του. Μόλις ενηλικιώθηκε ο πατέρας του τον έκανε συνέταιρο και μαζί στην ουσία ξεκίνησαν τον μεγάλο εμπορικό οίκο των Σίνα. Ιδρύουν πολλές εταιρείες και φτάνουν στο σημείο να κάνουν εισαγωγές βάμβακος από την Ινδία για να αξιοποιήσουν τα εργοστάσια τους. Μεταξύ των άλλων ιδρύουν μετοχική εταιρεία για την μεταφορά εμπορευμάτων μέσω Δουνάβεως, ενώ κατασκευάζουν και σιδηροδρομική γραμμή. Με προτροπή του φίλου του, μεταρρυθμιστή Scechenyi χρηματοδοτεί την κατασκευή της πρώτης πέτρινης γέφυρας στον Δούναβη, την Γέφυρα της Αλυσίδας. Το 1832 οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Ιωάννης, κάνουν αίτηση για να αποκτήσουν τον τίτλο του Βαρόνου και τον ίδιο χρόνο ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Α’ τους τον απονέμει. Μετά την καταστροφή της Πέστης από την πλημμύρα του Δούναβη το 1838, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του κέντρου, ο Γεώργιος Σίνας παραχωρεί χαμηλότοκα δάνεια πολλών εκατομμυρίων στον δήμο και προσφέρει βοήθεια που φτάνει τα 40.000 φιορίνια. Γι’ αυτό τον λόγο του δίνεται ο τίτλος του επιτίμου δημότη της Πέστης, του Σέγκετ και του Arad.

Ο Σ. Σίνας χρημάτισε διάδοχος του Γεωργίου Σίνα στο ελληνικό προξενείο της Βιέννης (1856-1858) και στη συνέχεια, αφού πολιτογραφήθηκε Έλληνας (1858), διορίστηκε αμέσως πρέσβης της Ελλάδας στις αυλές της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Για τις έξοχες υπηρεσίες προς την Αυστρία και άλλα κράτη, τόσο του Γεωργίου, όσο και του υιού του Σίμωνος, τιμήθηκαν και οι δύο με πλήθος ανώνυμα παράσημα, έλαβαν τον τίτλο του βαρόνου και του εξ απορρήτων αυτοκρατορικού συμβούλου, διετέλεσαν και πρόξενοι και πρεσβευτές της Ελλάδας στη Βιέννη. Το 1864 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε τον τίτλο του αυλικού μυστικοσυμβούλου
Στις 3 Αυγούστου 1882 ο Σίμων Σίνας πεθαίνει δεν αφήνει γραπτή διαθήκη και τον κληρονομούν ο πρωτότοκος Γεώργιος, ο ετεροθαλής αδελφός Ιωάννης και η σύζυγός του Ιφιγένεια Σίνα (1815-1884), η τελευταία από τους ευεργέτες της οικογένειας. Εκείνη συνέχισε μετά το θάνατό του το κοινωνικό και πολιτιστικό έργο του.
Τελικά ο Σίμων Σίνας δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αθήνα, όπως και αρκετοί άλλοι Εθνικοί Ευεργέτες, για να δει τα έργα τα οποία χάρισε στους Έλληνες. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα διαλύεται.
Οι ευεργεσίες του …
Βοήθησε οικονομικά, μεταξύ άλλων, στην αποπεράτωση της Ουγγρικής Ακαδημίας στη Βουδαπέστη και της Ακαδημίας Αθηνών, που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν και δεν πρόλαβε να το δει τελειωμένο γιατί πέθανε 15 Απρίλη το 1876. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ακαδημίας μάλιστα, για την αναγνώριση της προσφοράς του, το 1858 τον εκλέγει μέλος του Δ.Σ της Ακαδημίας. Στις 9 Φεβρουαρίου 1859, ο Σίνας γράφει στον Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή: ”Εν πάση περιπτώσει, σας υπόσχομαι να παραστώ εις την κατάθεσιν του θεμελίου λίθου της Ακαδημίας των Επιστημών, την οποίαν έχω την ευτυχίαν να προσφέρω εις τας Αυτών Μεγαλειότητας και εις την ένδοξον Πατρίδα μας. Τούτο θα είναι δι’ εμέ διπλή εορτή και η ωραιοτέρα στιγμή της ζωής μου.” Η κατάθεση του θεμελίου λίθου της Ακαδημίας έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια την Κυριακή 2 Αυγούστου 1859 παρουσία του Όθωνος και της Αμαλίας με εθνικές στολές, των μελών της κυβερνήσεως και πολλών επισήμων. Ο Σίμων Σίνας αν και είχε εκφράσει την επιθυμία να παρίσταται δεν το κατόρθωσε λόγω της μακράς ασθενείας της κόρης του Ειρήνης.
Κατά την κατάθεση του θεμελίου λίθου της Ακαδημίας Αθηνών ο βασιλιάς Όθων δηλώνει: ”Άσμενος καταβάλω τον θεμέλιον λίθον της Ακαδημίας ταύτης, ομολογών χάριτας τω φιλοπατρίδι ιδρυτή Σίνα, όστις εγείρων ναόν εις την επιστήμη, κοσμεί άμα την πρωτεύουσαν του Βασιλείου με περικαλλέστατον οικοδόμημα. Εύχομαι δε, ίνα η Ακαδημία αύτη συντελέση προς ανύψωσιν της Ελλάδος εις την αρχαίαν αυτης επιστημονική δόξαν.”

Επίσης όσο ζει στην Αυστρία, κατασκευάζει Ναό της Αγίας Τριάδος, κατασκευάζει κατά μήκος όλης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων τον Σιδηρόδρομο του Νότου και δίκτυο πλωτών διωρύγων στους ποταμούς Δούναβη και Τίσσα, ιδρύοντας την πρώτη Ατμοπλοϊκή εταιρεία Δουνάβεως. Δωρίζει την πρώτη γέφυρα που ενώνει την Βούδα και την Πέστη, δημιουργώντας την Βουδαπέστη. Ο υιός του Γεωργίου, Σίμων, αναγείρει στη Βουδαπέστη Νοσοκομεία, Βρεφοκομεία και πτωχοκομεία. Επίσης χρηματοδοτεί το παγκοσμίου φήμης Μέγαρο Φίλων της Μουσικής, την Ακαδημία και την Εμπορική Σχολή της Βιέννης. Παρ’ όλο που είναι χριστιανός ορθόδοξος θα προσφέρει 2000 φιορίνια για την ανέγερση της Καθολικής Βασιλικής στην συνοικία του Λεοπόλδου, ενώ βοηθά την Λουθηρανική και Καλβινιστική Εκκλησία ακόμη και όταν δοκιμάζει προσωπικές πίκρες, κυρίως όταν ο καθολικός ιερέας της εκκλησίας του Codollo, του αρνείται να τελέσει μνημόσυνο στη μνήμη του πατέρα του επειδή ήταν αλλόδοξος. Καταφέρεται με σκληρά λόγια προς τον ιερέα, όπως γράφεις ο ίδιος: ”εξ’ αιτίας του μνημόσυνου ο καλόκαρδος βαρόνος αναστατώθηκε τόσο πολύ που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει μπροστά μου βαρύτατες εκφράσεις, λέγοντας πως εμείς οι καθολικοί βλέπουμε τους αλλόδοξους σαν κτήνη και τους στέλνουμε στην κόλαση”.
Ο Γεώργιος Σίνας, όμως, δεν ξεχνά ποτέ την πατρίδα του. Αξίζει να σημειώσουμε την πρώτη υπέρ της Ελεύθερης Ελλάδας ευεργετική πράξη προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (στη Βιέννη το 1830) ο Σίμων Σίνας έστειλε 2007 τάλιρα ως προϊόν εράνου μεταξύ των ομογενών της Αυστριακής πρωτεύουσας, παρακαλώντας εκ μέρους του να κατατεθεί ως πρώτος θεμέλιος λίθος προς σύσταση κοινωφελούς ινστιτούτου, ορφανοτροφείου, νοσοκομείου … Το 1841 προτρέπει τους ομογενείς κεφαλαιούχους να ενισχύσουν την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ενισχύει οικονομικά το Πανεπιστήμιο, το Οφθαλμιατρείο, το Αρσάκειο και την Αρχαιολογική Εταιρεία. Επίσης συνεισφέρει στην ανέγερση του Εθνικού Θεάτρου, της Βασιλικής του Αγ. Στεφάνου και της Ακαδημίας Τεχνών. Μετά το θάνατο του πατέρα του, Γεωργίου (1853), ο Σίμων Σίνας συνέχισε τις δωρεές του πατέρα του προς φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, βοήθησε αρκετούς νέους να σπουδάσουν στην Ευρώπη, ενίσχυσε το έργο της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας, συνέβαλε στην αποπεράτωση του Μητροπολιτικού Ναού της Αθήνας, διέθεσε σημαντικά ποσά για την αποπεράτωση του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου 157.000 δρχ. και ανέλαβε την δαπάνη για την ίδρυση, την κατασκευή και τον εφοδιασμό του Αστεροσκοπείου Αθηνών με τα τελειότερα μηχανήματα της εποχής του, για την καλύτερη λειτουργία του οποίου τοποθέτησε (1858-1884) τον διακεκριμένο Γερμανό Γιόχαν Φρήντριχ Γιούλιους Σμιτ. Έγινε, επίσης, κάτοχος οικοπέδων στο κέντρο της Αθήνας και του γνωστού στο Ίλιον «Επτάλοφου» ή «Πύργου της Βασιλίσσης» (1870).
Comments