Οι ήρωες γεννιούνται και είναι οι ίδιοι στον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ’κείνο το 5% που σώζει πάντα την πατρίδα
Tα τύμπανα του πολέμου είχαν αρχίσει στο μεταξύ να χτυπούν απειλητικά. Για πολλοστή φορά η Ευρώπη θα έτρωγε τα παιδιά της. Ο Χίτλερ της Γερμανίας με τον Μουσολίνι της Ιταλίας και τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας είχαν αποφασίσει να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα.

Η Ελλάδα, μετά από τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο μέσα στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας του Σαράντα 8:25 το πρωί, δεν έτρεφε πλέον ψευδαισθήσεις για το χαλασμό που θα επακολουθούσε.
Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους η Ιταλία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο τότε κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς, που είχε την ατυχία να είναι δικτάτορας, αλλά διέθετε όλα τα προσόντα του μεγάλου ηγέτη, είχε προετοιμάσει όμως τον ελληνικό λαό ώστε να αντιμετωπίσει με γενναιότητα και μεγαλοψυχία τον εισβολέα. Έτσι λοιπόν, κυβέρνηση και λαός, στάθηκαν με παρρησία στο ύψος των περιστάσεων και είπαν το μεγάλο ΟΧΙ στη φασιστική Ιταλία.
Οι νεόνυμφοι, είχαν ήδη ένα μωρό οκτώ μηνών, αγοράκι. Η ζωή τους, όπως και τόσων άλλων, είχε δυσκολέψει. Το λεωφορείο επιτάχθηκε από την πατρίδα για τη μεταφορά στρατευμάτων. Ο Μιχάλης, τριάντα χρονών, κλήθηκε για μία ακόμη φορά στα όπλα για να υπερασπιστεί τον τόπο του.

Όπως και τόσοι άλλοι συνομήλικοί του δεν έκανε παρά το καθήκον του στη χώρα που τον γέννησε. Η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Όταν, ύστερα από τριάντα χρόνια, τον ρώτησε ο γιος του, γιατί πήγε, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, με τόσο ενθουσιασμό και πολέμησε με τόση αυταπάρνηση, η απάντηση του Αλβανομάχου ήταν αποστομωτική.
– Διότι δεν είχαμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε παιδί μου. Διότι ο ελληνικός λαός ζούσε πάρα πολύ δύστυχα. Μας φανάτισε και το γεγονός ότι μας βουλιάξανε την «Έλλη», ανήμερα της Παναγιάς, την πιο ιερή μέρα για μας. Έτσι λοιπόν, πεινασμένοι και φανατισμένοι, ήμασταν ο μεγαλύτερος εχθρός για τον Μουσολίνι.
Έτσι λοιπόν, για άλλη μία φορά, η ευτυχία με τη δυστυχία έγιναν ζευγάρι. Στο σπίτι της Αλεξάνδρας και του Μιχάλη θρονιάστηκε η μοναξιά, η φτώχεια και η εγκατάλειψη. Μαύρες όμως μέρες, χωρίς ευτυχία, για όλες τις ελληνικές οικογένειες. Πίκρα. Παντού δυστυχία. Αλλά και κρυφή ελπίδα ότι, χάρη στον ηρωισμό των στρατιωτών στο πολεμικό μέτωπο, η κατάσταση σύντομα θα βελτιωνόταν.
Το αναπάντεχο όμως για την Αλεξάνδρα ήταν άλλο. Κανένας από τους τόσους φίλους του Μιχάλη, απ’ αυτούς που ήταν μόνιμοι επισκέπτες τους σε ευτυχισμένους καιρούς, από αυτούς που σηκωνόντουσαν πρώτο για χορό και έφευγαν τελευταίοι από τα πλούσια τραπέζια που έκανε το ζευγάρι, δεν ενδιαφέρθηκε μέσα σε όλη εκείνη τη δυστυχία του πολέμου να τη ρωτήσει πώς τα βγάζει πέρα. Μοναχή και ξένη αισθανόταν όλο εκείνο το διάστημα. Εξαίρεση αποτέλεσαν δυο τρεις -άνδρες και γυναίκες- που τη συνέδραμαν. Με τη χειρονομία τους απέδειξαν πως δεν είχε ακόμη λείψει η ανθρωπιά.

Γιατί είναι γεννημένοι οι άνθρωποι που θα δίνουν και οι άνθρωποι που θα παίρνουν. Αυτοί που δίνουν, έχουν μεγαλείο και ανεξάντλητο πλεόνασμα ψυχής. Αντίθετα, αυτοί που παίρνουν, είναι διαρκώς στείροι και ξηροί. Όσα κι αν πάρουν, ποτέ δε θα γεμίσουν την άδεια ψυχή τους, το σάπιο σακί της ματαιοδοξίας τους και της καλά κρυμμένης υποκρισίας τους. Ένας Νεμεάτης λέει: Πάρε, πάρε, ποτέ δεν γέμισα, δώσε, δώσε, ποτέ δεν άδειασα.
Comments