Ανδρείος είναι εκείνος που τον χαρακτηρίζουν πράξεις ηθικού μεγαλείου εγκράτειας και αυταπάρνησης
Για το Μιχάλη ο πόλεμος είχε τελειώσει. Τα πόδια του ήταν μελανά και πρησμένα από τα κρυοπαγήματα. Το δεξί μάλιστα ήταν χτυπημένο και είχε ένα γόνατο χάλια.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τραυματιζόταν. Σε κάποια άλλη μάχη χτυπήθηκε στο στήθος από θραύσματα χειροβομβίδας. Την ίδια στιγμή έσκασε μπροστά του μια επιθετική χειροβομβίδα, η οποία με την εκτυφλωτική λάμψη της τον πείραξε στα μάτια. Για να γιατρευτεί χρειάστηκε να παραμείνει δεκαπέντε μέρες στα μετόπισθεν. Όταν ξαναγύρισε στην πρώτη γραμμή, η όρασή του ήταν μειωμένη, γεγονός που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Τούτη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα ώσπου οι τραυματιοφορείς να σπάσουν τη γραμμή του πυρός και να κατορθώσουν να τον μαζέψουν και να του επιδέσουν τα τραύματα μέσα στο χαλασμό. Σε εκείνο το σημείο οι Ιταλοί είχαν κάνει φράγμα πυρός με τα σύγχρονα πολυβόλα τους, δεν πέρναγε ούτε μύγα. Εκεί έπεσαν πάρα πολλοί όσο να καταλάβουμε το φράγμα. Εκείνη τη στιγμή μέσα στο χαλασμό ακούστηκε μια φωνή «χτυπήθηκε ο ανθυπολοχαγός». Ήρθαν οι τραυματιοφορείς, ο Μιχάλης τούς έκανε νόημα με το χέρι όπως ήταν ανάσκελα να σκύψουν, την ίδια στιγμή μια σφαίρα βρήκε τον πρώτο στο στήθος, ο οποίος έπεσε χτυπημένος θανάσιμα επάνω στον Μιχάλη. Εκείνος ζωντανός ακόμα, κάθε φορά που τον χτυπούσε μια σφαίρα βογκούσε οχ, οχ, οχ. Οι σφαίρες ξύριζαν το χιόνι με το ρυθμό του πολυβόλου ψιτ, ψιτ, ψιτ, ψιτ, έτσι οι συνάδελφοί του περνούσαν κυλιόμενοι αγκαλιά δυο, δυο με το τέταρτο ψιτ, έτσι πέρασαν όλοι. Ο Μιχάλης, όπως ήταν ανάσκελα με τον νοσοκόμο πλέον πεθαμένο επάνω του, είχε το αριστερό γόνατο σηκωμένο. Την ώρα που σκέφτηκε να το κατεβάσει για να το προφυλάξει, τον χτύπησε μια σφαίρα στην κνήμη και κατέβηκε μόνο του. Με κόπο έβγαλε τον άτυχο νοσοκόμο από πάνω του και άπλωσε το χέρι του προς τον δύστυχο Σπύρο, ο οποίος περιέργως χτυπήθηκε θανάσιμα πίσω από αυτόν, ενώ προσπαθούσαν να πάρουν νέα θέση μάχης. Πριν τον πάρουν με το φορείο σκέφτηκε όπως κρατούσε το χέρι του νεκρού φίλου του να του βγάλει το ρολόι για να το φέρει στη γυναίκα του, σκέφτηκε όμως ότι ενδεχομένως να μην ζούσε, οπότε δεν ήθελε να πεθάνει με ξένο πράγμα, ήταν ιεροσυλία.

Τώρα, μέσ’ στο τρένο της επιστροφής, ζεστός όπως ήταν και με το ρυθμικό κούνημα του βαγονιού, τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος ταραγμένος, γεμάτος από τις πρόσφατες εικόνες της φρίκης του πολέμου.
Θυμόταν με πόση χαρά πήγαιναν τραγουδώντας όλοι μαζί οι φαντάροι στο μέτωπο. Δεν είχαν πάρει στα σοβαρά τους μακαρονάδες. Πίστευαν ότι ο πόλεμος δε θα έφερνε δυστυχία, αλλά θα παραχωρούσε τη θέση του σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου όλοι οι Έλληνες θα είχαν μια θέση στον ήλιο και θα σταματούσαν επιτέλους να είναι κολίγοι.
Οι Ιταλοί, από τη πλευρά τους, νόμιζαν πως δε θα πολεμούσαν. Θυμόταν ότι στη Χιμάρα, όπου έφταναν οι φουκαράδες, με ποδήλατα που είχαν συμπαγή λάστιχα και με κιθάρες κρεμασμένες στην πλάτη τους, ότι πίστευαν ότι η Λαΐδα με την Ασπασία είχαν αφήσει άξιες αντικαταστάτριες στα σύνορα. Δυστυχώς όμως τα όνειρα, τα ποδήλατα, οι κιθάρες και τα κορμιά έμειναν εκεί, στοιβαγμένοι σωροί, για να θυμίζουν σε όσους επέζησαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το αυτονόητο. Πως η κάθε χώρα, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, υπερασπίζεται την τιμή και την υπόληψή της με αγώνες και με πολύ αίμα.

Φευγαλέα πέρασε από το μυαλό του μια βραδιά περιπολίας, όταν είδε από μακριά κάτι να μαυρίζει μέσ’ στο χιόνι. Φώναξε δυο τρεις φορές «αλτ» αλλά τίποτε. Από το φόβο του νόμισε ότι κάποιος προχωρούσε προς τα ’πάνω του, πυροβόλησε και σήκωσε τις προφυλακές στο πόδι. Εκείνες, με τη σειρά τους, απάντησαν με πυρά. Έφτασε κοντά, με προτεταμένο το όπλο, και τότε διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν ένας Ιταλός, που είχε παγώσει με το οπλοπολυβόλο στο χέρι. Είδε και έπαθε να του το ξεκολλήσει από τα χέρια του. Ήταν ολοκαίνουργιο. Άφησε το δικό του, που ήταν παλιό, και πήρε το άλλο.
Μια βραδιά περιπολίας κοντά στη Δοβρουτσάνη μετά την κατάληψη της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα. Ο Μιχάλης σαν υποδεκανέας είχε βγει αρχηγός περιπόλου με άλλους τρεις φαντάρους προκειμένου να ελέγξει τα επάνω σπίτια που ήταν στην άκρη του χωριού μήπως με το πέσιμο της νύχτας είχαν παρισφύσει οι Ιταλοί προκειμένου να αιφνιδιάσουν με το χάραμα τους λόχους προκαλύψεών μας.
Ήταν μια νύχτα σκοτεινή, παγερή και γεμάτη φόβο σ’ ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο που το περπατούσαν για πρώτη φορά και μάλιστα νύχτα. Το χιόνι είχε σταματήσει πριν από λίγο, τρίζοντας κάτω από τις αρβύλες τους μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό του χιονιού τρίξιμο σαν να τους φοβέριζε ο χιονιάς με τις αραιές χιονονιφάδες που τους έστελνε στο πρόσωπο, λέγοντάς τους πως εδώ είμαι και σε λίγο θα τα σκεπάσω όλα και πράγματι δεν άργησε να πέφτει πυκνό χιόνι, τόσο πυκνό που η περίπολος δεν μπορούσε να δει στο ένα μέτρο, λες και ο δημιουργός αποφάσισε εκείνη τη νύχτα να σκεπάσει με το πέπλο του χιονιού όλα τα δεινά του πολέμου και να δείξει την άλλη μέρα έναν κόσμο πιο λευκό, πιο καθαρό. Έτσι αποφάσισαν ψιθυριστά μέσα στη νεκρή φύση που δεν ακουγόταν ούτε αλύχτημα σκύλου να μπουν στο πρώτο σπίτι που βρήκαν μπροστά τους, φοβούμενοι από την έλλειψη ορατότητας να μην χάσουν τον προσανατολισμό τους. Έσπρωξαν μια ξύλινη χαμηλή πόρτα και κείνη τη στιγμή από το σούρσιμο ακούστηκε το γάβγισμα του σκύλου.

Ο Μιχάλης προχώρησε μπροστά σαν αρχηγός της περιπόλου αλλά και εξοικειωμένος με τα σκυλιά, γνωρίζοντας τη συμπεριφορά τους, έφθασε μέχρι το κατώφλι της ξύλινης πόρτας του καλυβιού, χτύπησε δυο τρεις φορές, άκουσε μέσα βήματα, μετά από λίγο ξαναχτύπησε κι εκείνη τη στιγμή ανοίγοντας η πόρτα βγήκε κρατώντας ένα λυχνάρι ένας άντρας μάλλον κοντός και αδύνατος. Ο Μιχάλης τον κοίταξε καλά ερευνώντας τον ίδιον αλλά και το χώρο που μπήκαν. Ο άντρας ήταν Έλληνας, βορειοηπειρώτης φάνηκε από τα άπταιστα ελληνικά του, καλησπερίζοντάς τους και λέγοντάς τους να περάσουν μέσα. Ήταν από τα χωριά της αλύτρωτης βορείου Ηπείρου που τα συμφέροντα των δυτικών την έριξαν στην αγκαλιά των Αλβανών.
Έχω μια αδελφή
Κουκλίτσα αληθινή
Τη λένε βόρειο Ήπειρο
Την αγαπώ πολύ

Δεν θα ήταν πάνω από σαράντα πέντε χρονών, αλλά έμοιαζε είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, η σκλαβιά, οι κακουχίες και ο πόλεμος είχαν προσθέσει χρόνους στο πρόσωπο και στο κορμί του βορειοηπειρώτη. Ο άντρας τούς κοίταξε διατακτικά, τους είπε να καθίσουν στα σκαμνιά, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Μέσα στο δωμάτιο, γιατί ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο, γύρω στα 5X8, παρόμοια κατασκευή με το καλύβι του Σπυρολέκα, μόνο που εδώ ήταν πολύ χειρότερα γιατί μέσα σ’ αυτό το χώρο, που ήταν και υπνοδωμάτιο, υπήρχε και μια αγελάδα που προφανώς την είχε για να οργώνει τα χωράφια του, να του κάνει κανά μοσχαράκι αλλά και να του δίνει και το γάλα της. Στα μεγάλα κέρατά της είχανε κουρνιάσει δύο κότες και ένας κόκορας. Πιο πέρα στη γωνία ήταν κι ένας μεγάλος χρυσοκόκκινος σωρός με ξερό καλαμπόκι, προφανώς το είχαν για να ξεχειμωνιάσουν ζώα και άνθρωποι. Οι φαντάροι μόλις είδαν τα ξερά καλαμπόκια, μη εξαιρουμένου και του Μιχάλη, πήραν από ένα (μία ντόντα) και άρχισαν να τρώνε. Τα έτρωγαν με τέτοια όρεξη σαν να ήταν χλωρά και ψημένα στα κάρβουνα. Ο Ηπειρώτης κατάλαβε ότι είχαν μέρες να φάνε, σηκώθηκε, έπιασε τον κόκορα, τον έσφαξε, τον μάδησε και τον έβαλε αμέσως στην κατσαρόλα, τους έδωσε να πιούν και ένα τσίπουρο και ο Μιχάλης τον ρώτησε τι γινόταν με τους Ιταλούς, πού μπορεί να βρίσκονταν και ποιο ήταν το ηθικό τους. Ο άντρας χαμογέλασε, τους είπε μη φοβάστε, αυτοί έχουν σκαπετήσει (είχαν φύγει μακριά). Αφού έφαγαν και τον κόκορα, αισθάνθηκαν πολύ καλύτερα και άρχισαν το κουβεντολόι, ο Ηπειρώτης όμως ήταν σκεπτικός σαν να είχε το μυαλό του κάπου αλλού, σαν κάτι να τον βασάνιζε, όπου για μια στιγμή ένας θόρυβος κάτι σαν σούρσιμο, σαν ανακάτεμα, οπότε με έκπληξή τους είδαν το σωρό των αραποσιτιών να κουνιέται. Πλησίασαν με παρατεταμένα τα όπλα, ανακατεύοντας το σωρό με τις κάνες των όπλων και τι να δουν, δυο γυναίκες κρυμμένες, τη μάνα και την κόρη, μέσα στο αραποσίτι. Ο άντρας βρήκε δικαιολογία και τους είπε ότι δεν ήξερε ποιοι θα μπουν στο σπίτι του, δηλ. αν ήταν Ιταλοί ή Έλληνες, και γι’ αυτό τις έκρυψε, πιστεύω όμως πως ο άνθρωπος φύλαγε τα ρούχα του από κάθε εισβολέα μέσα στη νύχτα, έστω κι αν αυτοί ήταν Έλληνες. Οι γυναίκες είχαν μείνει αρκετή ώρα ακίνητες και κάποια από τις δύο κουνήθηκε, με αποτέλεσμα να φανερωθούν. Οι άντρες μόλις τις είδαν, συνήλθαν και άρχισαν να τις περιεργάζονται. Η μάνα δεν θα ήταν πάνω από τριάντα πέντε και η τσούπα γύρω στα δεκαεπτά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κάτι σιγοψιθύρισαν, πλησίασαν τον υποδεκανέα και προφανώς του είπαν αυτό που είχαν συζητήσει και σκεπτόντουσαν να κάνουν. Ο Μιχάλης προέτεινε αμέσως αγριεμένος το αυτόματο, λέγοντάς τους ότι θα τους κάνει κομμάτια, τους είπε να γυρίσουν προς την πόρτα και να ξεκουμπιστούν προς τα έξω διότι περνούσε και η ώρα της περιπόλου. Μετά από ξεκούραση και καλό φαγητό βοηθούντος και του τσίπουρου.
Μόλις είδαν τις γυναίκες, ξύπνησε μέσα τους το κτήνος, ξεχνώντας όρκους θρησκείας, πατρίδας και οικογένειας. Λησμόνησαν και αυτή την ταπεινή φιλοξενία, που έγινε έστω κάτω από την παρουσία των όπλων, παραβλέποντας και αυτή την ομογένεια της φυλής πολεμώντας για τα ίδια ιδανικά της ελευθερίας, εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να ικανοποιήσουν το κτήνος που εβρυχάτο μέσα τους, άσχετα εάν την άλλη μέρα ή την ίδια στιγμή μια σφαίρα τούς επιβεβαίωνε το ραντεβού τους με το θάνατο που παραμόνευε σε κάθε βήμα τους εκεί στους μακρινούς αλλά αδελφικούς τόπους της Βόρειας Ηπείρου. Ο Μιχάλης εκείνη τη στιγμή υπερασπιζόταν την τιμή και την υπόληψη της μάνας του, της κάθε μάνας και της αδελφής του, της Βασίλως, Ελληνίδας ή ξένης, διότι η τιμή και η υπόληψη δεν είναι προνόμια κάποιου λαού αλλά παγκόσμια ευλογία και καθήκον των λαών της γης, προκειμένου η ωραιότης να σώσει τον κόσμο.
Ξανάφερε στη μνήμη του την πρώτη φορά που τραυματίστηκε στο στήθος. Ήταν απόγευμα. Το ιταλικό πυροβολικό τούς είχε καθηλώσει για ώρα μέσα σε μια ρεματιά. Εκεί, όπως χτυπήθηκε, έμεινε. Έριζα σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, με το φως του μειωμένο, από την επιθετική χειροβομβίδα που είχε εκραγεί μπροστά του.
Μόλις σουρούπωσε καλά και σταμάτησε να χτυπά το πυροβολικό, σηκώθηκε αργά. Τρεκλίζοντας, έφτασε στο κάτω μέρος της ρεματιάς, όπου κύλαγε νερό. Τον έκαιγε η δίψα από το τραύμα. Τον έτσουζαν και τον πονούσαν τα μάτια του. Έσκυψε και γέμισε τη χούφτα του. Το νερό ήταν γλυκό και κρύο. Ήπιε, όσο δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του. Έριξε αρκετό στα μάτια του και αποτραβήχτηκε πάλι στο λιθάρι για να περάσει τη νύχτα. Κρύωνε όμως πολύ. Έσκαψε με την ξιφολόγχη του σιγά σιγά μια γούβα. Εκεί, μαζεμένος σαν τον ασβό κάτω από το λιθάρι, πέρασε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Κοντά του άκουγε βογκητά από άλλους συμπολεμιστές του. Δεν μπορούσε όμως να τους βοηθήσει.
Μόλις ξημέρωσε καλά, όσοι είχαν επιβιώσει, τρόμαξαν από την εικόνα που αντίκρισαν. Όλη η ρεματιά ήταν γεμάτη από σκοτωμένους στρατιώτες και μουλάρια. Αίμα παντού. Γι’ αυτό το νερό που έτρεχε στο βάθος της ρεματιάς ήταν γλυκό.
Με αυτές αλλά και με πολλές άλλες εφιαλτικές αναμνήσεις ταξίδευε τώρα με το τρένο για το νότο. Μόνη παρηγοριά του ότι θα ξανάβλεπε σύντομα τους δύο πιο αγαπημένους του ανθρώπους: τη γυναίκα του και το γιο του.
Όλα όσα πέρασε φαίνονταν μακριά. Έμοιαζαν με ένα κακό όνειρο. Πού να ’ξερε ότι το όνειρο αυτό θα το κουβαλούσε μέσα του όλη την υπόλοιπη ζωή του;
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές στη δύνη του πολέμου που ο Μιχάλης πολεμούσε πάνω στα Αλβανικά βουνά, η Ολυμπία έδιωξε από το σπίτι την Αλεξάνδρα, διότι όπως της είπε δεν είχε να της πληρώσει τα ενοίκια.
Έτσι λοιπόν την πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο με ένα παιδί στην αγκαλιά σε ξένο τόπο.
Εκείνη την εποχή σχεδόν το κάθε σπίτι είχε έναν άνθρωπο στον πόλεμο, μιας και είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση. Έτσι η γη είχε μείνει στα χέρια των πολύ μεγάλων και των πολύ μικρών η φτώχεια και η δυστυχία είχε κατακλύσει όλη τη Νεμέα καθώς και όλη την Ελλάδα.
Η Ολυμπία για να κλείσει μερικά από τα ενοίκια, κράτησε της Αλεξάνδρας ένα κρεβάτι μόνο, η οποία μέσα στον πόνο και την οργή της δεν μπόρεσε να κρατήσει μια κατάρα λέγοντάς της: «όπως με διώχνεις να σε διώξουν, και από το κρεβάτι που μου κρατάς να μην σηκωθούν οι άρρωστοι!» (αυτή ήταν μια στιγμή αδυναμίας της Αλεξάνδρας).
Η Αλεξάνδρα με τη βοήθεια κάποιων φίλων βρήκε ένα σπιτάκι, ψηλά στον Αϊ Νικόλα, πάντα στη συνοικία των Ταξιαρχών, διότι η Νεμέα τότε και σήμερα χωρίζεται σε δυο συνοικίες, Ταξιαρχών και Εισοδίων.
Ήταν το σπίτι κάποιου τσοπάνη ονόματι Παπουτσή, ο οποίος έμενε στη στάνη. Ο άνθρωπος ήταν καλός και το ενοίκιο υποτυπώδες.
Ακριβώς δίπλα ήταν το σπίτι του Μπάρμπα – Γιάννη του Σιδέρη με τις επτά θυγατέρες.
Ο μπάρμπα – Γιάννης ήταν ένας τύπος μποέμ, χαρτοπαίκτης και καλοπροαίρετος με αρκετή περιουσία και καλή καρδιά. Εκεί πέρασε τέσσερα χρόνια ο πρώτος γιος της Αλεξάνδρας μέσα στις φιλόξενες αγκαλιές της Σοφίας, της Βικτωρίας, της Ουρανίας και των άλλων κοριτσιών που είχαν αναλάβει και τη διατροφή του. ΤΕΛΟΣ
Comments