Το 1958 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο ο Νόμος 4000 – Το φαινόμενο του τεντυμποϊσμού και τα γιαουρτώματα – Τι έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής

«Αυτό το θέαμα αντίκρισαν οι Αθηναίοι εις κεντρικούς δρόμους χθες την πρωΐαν. Με την προστατευτικήν συνοδείαν αστυνομικών οργάνων δια ν’ αποτραπή η κακοποίησις των από τους κατηγανακτημένους διαβάτας, τα αντιπαθητικά αυτά παλιόπαιδα, με αποτυπωμένην εις τα πρόσωπά των, μίαν κυνικήν θρασύτητα, οδηγούνται εις την Εισαγγελίαν, αφού εκουρεύθησαν με ψιλήν μηχανήν. Το ένα εκ των μελών της συλληφθείσης δυάδος φέρει αναρτημένην εις το στήθος του την ατιμωτικήν… ταυτότητα αμφοτέρων…».
Στους παλιότερους η σκηνή θυμίζει κάτι από ελληνική ταινία. Για τους ακόμα πιο παλιούς, όμως, υπήρξε πραγματικότητα, που σήμερα δείχνει αδιανόητη, ξένη και μακρινή, ασχέτως αν προέρχεται από την Αθήνα της δεκαετίας του ’60 -δεν μιλάμε και για την αρχαιότητα ούτε για το… 1821 έτσι;
Σαν σήμερα, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1958, άρχισε να εφαρμόζεται ο περίφημος νόμος 4000, ο τρόπος με τον οποίο η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσπάθησε να αντιμετωπίσει ένα φαινόμενο που έπληττε την Αθήνα της Εποχής και έμεινε στην ιστορία με τον όρο: «τεντυμποϊσμός». Ψηφίστηκε ύστερα από εισήγηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Καλλία και εφαρμόστηκε πρώτη φορά από τον Ευάγγελο Καλαντζή, υφυπουργό Εσωτερικών. Στόχος του ήταν η αντιμετώπιση του αναπτυσσόμενου φαινόμενου νεαρών ταραχοποιών που πετούσαν γιαούρτια, μέσω της δημόσιας διαπόμπευσης: τουτέστιν ξύρισμα «εν χρω» (με την ψιλή) στο αστυνομικό τμήμα, σκίσιμο του παντελονιού και πορεία ντροπής με ατιμωτικές ταμπέλες…

«Τι ήταν ο τεντυμποϊσμός»
Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό «teddy boy», όρος που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ομάδα νεαρών Αγγλων της δεκαετίας του ’50. Επρόκειτο συνήθως για νέους γόνους ευκατάστατων οικογενειών με κομψή εμφάνιση και μαλλιά που γυάλιζαν από μπριγιαντίνη, οι οποίοι είχαν αναπτύξει προκλητική έως ρατσιστική συμπεριφορά.
Στα ελληνικά ο όρος πήρε την έννοια του καλοζωισμένου ταραξία, που έσπαγε την ανία του με την εξύβριση, κυρίως δε το γιαούρτωμα, την αποκαλούμενη «λευκή επανάσταση» της εποχής.
Κατά μία εκδοχή, το γιαούρτωμα ξεκίνησε από τα λαϊκά, φτωχότερα στρώματα, όμως ασχέτως αν συμμετείχαν στο «κίνημα» και φτωχοί νεαροί, η αρχή φαίνεται πως έγινε από νέους αριστοκρατικών οικογενειών, που με αυτό τον τρόπο ήθελαν να διασκεδάσουν ή να «τιμωρήσουν» στόχους όπως καθηγητές ή αστυνομικούς.
Τα γιαουρτώματα επεκτάθηκαν τότε σε όλη την Αθήνα, σε γειτονιές πλούσιες και φτωχικές, στο κέντρο και στα προάστια. Φήμες της εποχής, μάλιστα, λένε ότι γαλακτοπωλεία είχαν κάνει συμφωνίες με «συμμορίες» νέων της εποχής, προμηθεύοντάς τους με ληγμένα γιαούρτια. Το φαινόμενο διευρυνόταν ραγδαία κι ο νόμος 4000 δημιουργήθηκε για να το αναχαιτίσει…

Η πρώτη καταγεγραμμένη τιμωρία
Ως πρώτο καταγεγραμμένο περιστατικό τεντυμποϊσμού που τιμωρήθηκε με την τιμωρία του κουρέματος και της δημόσιας διαπόμπευσης θεωρείται το περιστατικό που έγινε στις 3 Αυγούστου του 1958. Ολα ξεκίνησαν στον κινηματογράφο Αελλώ στην Κυψέλη, όταν δύο νεαροί (16άρηδες) σχολίασαν κοροϊδευτικά την τριχοφυία ευτραφούς κυρίας, η οποία έβγαινε από το σινεμά με την κόρη της. Η κυρία αντέδρασε χαστουκίζοντας τον ένα, οι δύο νεαροί ακολούθησαν τις δύο γυναίκες και ακριβώς έξω από την πολυκατοικία τους, η επιχείρηση γιαούρτωμα έγινε πράξη.

Λίγες μέρες μετά, η πρώτη δημόσια διαμπόμπευση είναι γεγονός. Οι δύο -τότε- νεαροί συλλαμβάνονται και κουρεύονται «εν χρω» (σύριζα με την ψιλή) στο αστυνομικό τμήμα. Τα ρεβέρ των παντελονιών τους ψαλιδίζονται και η δημόσια πομπή ξεκινά από την Κυψέλη, ενώ από το λαιμό του ενός κρέμεται η ατιμωτική πινακίδα: «Είμεθα τέντυ μπόης. Πετάξαμε γιαούρτι κατά γυναικός».
Για την ιστορία, η δίκη εκείνη δεν έγινε ποτέ, καθώς επιλέχθηκε η λύση του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Οπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής, τα θύματα απέσυραν τη μήνυση, διότι «παρεκλήθην φορτικώς υπό των οικογενειών των δύο δραστών».

Επιδοκιμασία και επιφυλάξεις
Οι τίτλοι και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής δείχνουν πώς αντιμετώπισε η τότε κοινωνία τη δημόσια διαπόμπευση που προέβλεπε ο νόμος 4000. Ο κόσμος των ενηλίκων είχε αγνακτήσει με τα γιαουρτώματα, οπότε ο δημόσιος και άμεσος διασυρμός αρχικά κρίθηκε ως ευπρόσδεκτο μέσο τιμωρίας νεαρών ταραξιών, που είχαν πια αποθρασυνθεί.

Από τη στιγμή όμως που η τιμωρία άρχισε να εφαρμόζεται, διατυπώθηκαν άμεσα και οι πρώτες σοβαρές ενστάσεις.
Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα του περιοδικού «Εικόνες» (Σεπτέμβριος 1958), που σχολιάζοντας την πρώτη εφαρμογή του νόμου εκφράζει τη θέση: «Μετά την πρώτη, τη γενική επιδοκιμασία, διατυπώθησαν επιφυλάξεις. Μα ήταν τόσο μεγάλο το έγκλημα των δύο παιδιών; Δικαιολογείται η τόσο βαριά τιμωρία τους, προτού μάλιστα το δικαστήριο αποφανθή; Ξέχασαν οι αμύντορες των παλαιών ηθών τις δικές τους νεανικές τρέλλες, τους αιμοσταγείς πετροπολέμους, τα φρικτά πιτσιλίσματα με μελάνη (και άλλα υγρά) και τις ιλαροτραγικές φάρσες;».

Το φαινόμενο καταγράφηκε και κινηματογραφικά στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000», στην οποία μαθητής γιαουρτώνει τον καθηγητή του και υφίσταται τις συνέπειες του νόμου (ο ηθοποιός Θάνος Παπαδόπουλος).

Σήμερα η τιμωρία της δημόσιας διαπόμπευσης δείχνει εξωπραγματική -καταργήθηκε δια νόμου το 1983 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Σήμερα, ανάλογες τιμωρίες ντροπής και δημόσιας διαπόμπευσης δεν προβλέπονται από τη νομοθεσία, ενίοτε όμως εφαρμόζονται στα social media…
Comments