ΙΣΤΟΡΙΑΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Έγκλημα βιαίας παρθενοφθορίας στο Φενεό (1758) επί Τουρκοκρατίας

0

Ελένη Κυρ. Κυριακοπούλου

Νομικός, Επίτ. Δ/ντρια Υπουργ. Οικονομικών

Έγκλημα βιαίας παρθενοφθορίας στο Φενεό επί Τουρκοκρατίας (1758)*

Σ.Σ. Το δημοσιευόμενο εδώ κείμενο της κυρίας Ελένης Κυριακοπούλου αποτελεί περίληψη ειδικής ανακοινώσεως της στο ΣΤ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών που οργανώθηκε στην Τρίπολη τον Σεπτέμβριο του 2000 από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών. Η ανακοίνωση αυτή με αναλυτική παρουσίαση, ανάπτυξη και αξιολόγηση του όλου θέματος και πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία δημοσιεύθηκε στον Ρ τόμο των Πρακτικών, σελ. 305-320.

Στο αρχείο της μονής Αγ. Γεωργίου Φενεού υπάρχουν αρκετά τουρκικά έγγραφα1, τρία των οποίων, του έτους 1758, αναφέρονται στην αυτή υπόθεση, δηλαδή σε έγκλημα βιαίας παρθενοφθορίας που έλαβε τότε χώραν στην περιοχή Φενεού. Πρόκειται για δυο χοτζέτια και ένα ιλάμι του κατή του Φενεού προς τον σουλτάνο σχετικά με την υπόθεση αυτή.

Ας δούμε όμως τα έγγραφα με τη σειρά. Το πρώτο χοτζέτι είναι δικαστική έκθεση-πιστοποίηση του κατή του Φενεού Αγαζαδέ Αχμέτ, που φέρει ημερομηνία 11ης του τουρκικού (αραβικού) μηνός Σεββάλ του έτους 1172 από Εγίρας, ήτοι 1758 από Χριστού. Σύμφωνα με αυτό, η μόλις ένδεκα ετών παιδίσκη Κατερίνα από τον Ταρσό του Φενεού κατήγγειλε εγγράφως και ενήγαγε, διά του ενήλικου αδελφού της Πάνου, τον Γιάννη Ετζεμπένη, μυλωνά στον καλογηρικό αλευρόμυλο της μονής Αγ. Γεωργίου, καταγόμενο από την Κανδήλα της γειτονικής Αρκαδίας, ότι της επιτέθηκε και μετά από ισχυρά κτυπήματα και βία την διέφθειρε. Το ιεροδικείο Φενεού, που έδρα είχε το χωριό Φονιά, διέταξε, σύμφωνα πάντοτε με το χοτζέτι αυτό του κατή, σχετική ανάκριση, αλλά και πραγματογνωμοσύνη-εξέταση της παθούσης, την οποία μάλιστα η ίδια δια του αδελφού της εζήτησε από το ιεροδικείο, από όπου διαπιστώθηκε ότι η μικρή Κατερίνα είχε διακορευθεί, μετά μάλιστα από σφοδρή πάλη, όπως προέκυπτε από τις κακώσεις που έφερε «από μαυρίλα και πρήξιμο». Δράστης ήταν ο ως άνω Γιάννης Ετζεμπένης, που αμέσως ύστερα από το έγκλημα κατέφυγε στο Σόλο των Καλαβρύτων, αφού προηγουμένως αφήρεσε από τη μονή 300 γρόσια. Το χοτζέτι αυτό φέρει την υπογραφή του κατή του Φενεού Αγαζαδέ Αχμέτ, καθώς και των μελών- μαρτύρων του ιεροδικείου Εμίν Εφέντη, Μουσταφά Εφέντη, Αχμέτ Εφέντη, Αλή Εφέντη, Παπα-Παπαναγιώτη από τον Ταρσό, Δημήτρη από τον Φονιά, Παπα-Γιάννη από τον Ταρσό, Γεωργάκη από τον Φονιά κ.α.

Το δεύτερο χοτζέτι του κατή συντάχθηκε έξη ημέρες αργότερα, ήτοι την 17η του αυτού μηνός Σεββάλ του έτους 1172 από Εγίρας (1758 από Χριστού). Με αυτό επικυρώνεται συμπληρωματική δήλωση-κατάθεση της παθούσης ενώπιον του ιεροδικείου, ότι η καταγγελία της και αγωγή της στρέφεται μόνον κατά του δράστη μυλωνά Γιάννη Ετζεμπένη και όχι κατά των κληρικών και μοναχών, μικρών και μεγάλων όπως λέγει, της μονής Αγ. Γεωργίου, από τους οποίους κατηγορηματικά δηλώνει ότι ουδεμιία απαίτηση έχει. Το χοτζέτι υπογράφει ο κατής Αγαζαδέ Αχμέτ και τα μέλη-μάρτυρες του ιεροδικείου Εμίν Εφέντη, Μουσταφά Εφέντη, Αχμέτ Εφέντη, Αλή, Ισμαήλ, Οικονόμος από τον Φονιά, Παπα-Παναγιώτης από τον Ταρσό, Παπα-Σταμάτης από τον Φονιά, Παπα-Γιαννάκης από τον Ταρσό, Γιωργάκης από τον Φονιά κ.α.

Το τρίτο τέλος έγγραφο συντάχθηκε αυθημερόν, δηλαδή την αυτή 17η του μηνός Σεββάλ του 1172 από εγίρας (1758 όπως είπαμε από Χριστού). Είναι ιλάμι, δηλαδή έγγραφη απόφαση-αναφορά, του κατή προς τον σουλτάνο, η οποία εκθέτει το ιστορικό της υποθέσεως και διαβιβάζει τα δύο χοτζέτια για να αποδοθεί η δικαιοσύνη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Αυτό είναι λοιπόν το περιεχόμενο των τριών τουρκικών εγγράφων και το ενδιαφέρον του τυγχάνει πολλαπλό. Για τη σωστή του όμως αξιολόγηση πρέπει να λάβει κανείς υπόψη τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις του οθωμανικού επί τουρκοκρατίας δικαίου, του βυζαντινού δικαίου, καθώς και του κατά τόπους εθιμικού δικαίου στη συγκεκριμένη εποχή. Πρώτα-πρώτα είναι γνωστό ότι στην τουρκοκρατία, κατά πάγια σχεδόν παραχώρηση του κυριάρχου, είχε ανατεθεί η μεταξύ Ελλήνων επιτήρηση των ηθών στους προεστούς, οι οποίοι εκτελούσαν με αυστηρότητα καθήκοντα «τιμητών» 2. Στην εξουσία τους υπαγόταν κάθε παρεκτροπή περί τα ήθη μεταξύ Ελλήνων, καθώς και οι ποινικές κυρώσεις των κατά των ηθών εγκλημάτων. Σε τέτοιου είδους λοιπόν εγκλήματα, εγκλήματα περί τα ήθη, όπως η παρθενοφθορία, απέφευγε να αναμιχθεί η τουρκική δικαστική αρχή. Στην προκειμένη όμως περίπτωση βλέπουμε εξαίρεση από τον γενικό αυτό κανόνα, αφού της υποθέσεως επιλαμβάνεται το ιεροδικείο κατόπιν προσφυγής της παθούσης δια του αδελφού της Πάνου. Ο λόγος είναι προφανής. Το γεγονός δηλαδή αφορούσε σε ιδιάζουσα περίπτωση βιαίας παρθενοφθορίας με ξυλοδαρμό και ισχυρά κτυπήματα, όπως διαπίστωσε η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, επί πλέον δε δεν επρόκειτο απλώς περί «φθοράς παρθένου», αλλά «ανήβου κόρης», ηλικίας δηλαδή κάτω των 12 ετών και δη μιας μόλις ενδεκαετούς παιδίσκης, της μικρής Κατερίνας. Οι ιδιότητες αυτές στο πρόσωπο της παθούσης και ο τρόπος που ενήργησε ο δράστης αποτελούσαν τόσο κατά το οθωμανικό δίκαιο της τουρκοκρατίας, όσο και κατά το προϊσχύσαν βυζαντινό ποινικό δίκαιο, διακεκριμένη περίπτωση εγκλήματος αυτεπαγγέλτως διωκομένου, ίσης δε βαρύτητας προς την ανθρωποκτονία και επισύρουσα ίδιο βαρύτατο κολασμό, που ήταν στην τουρκοκρατία η ισόβια κάθειρξη, ή τα ισόβια δεσμά, ή ακόμη και η θανατική ποινή.3

Την αρμοδιότητα δε και τον τελικό λόγο στην εκδίκαση των διακεκριμένων αυτών εγκλημάτων, που επέσυραν τέτοιες βαρύτατες ποινές, είχε αποκλειστικώς και μονίμως η Υψηλή Πύλη4, η οποία αποφάσιζε μετά τη συγκέντρωση και αποστολή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού από τα κατά τόπους ιεροδικεία. Τα δυο χοτζέτια λοιπόν του ιεροδικείου του Φενεού αποτελούν αποδεικτικά ιεροδικαστικά έγγραφα, αποδεικτικό υλικό, που διαβιβάζονται με το ιλάμι, το τρίτο έγγραφο, απόφαση-αναφορά του κατή, προς τον σουλτάνο για την τελική κρίση και την επιβολή των προβλεπομένων κυρώσεων με ειδικό σουλτανικό φιρμάνι.

Παρ’ όλον όμως ότι της υποθέσεως επιλαμβάνεται, μέσα στα ως άνω πλαίσια δικαιοδοσίας, το ιεροδικείο Φενεού, εν τούτοις αυτό δεν συνέρχεται υπό τη συνηθισμένη, αμιγώς τουρκική, σύνθεσή του, αλλά υπό διευρυμένη με συμμετοχή σε αυτή και Ελλήνων προκρίτων τόσο από το χωριό Ταρσός, όσο και από το Φενεό (Φονιά), έδρα του ιεροδικείου, δηλαδή των ιερέων παπα-Παναγιώτη, παπα-Γιάννη, παπα-Σταμάτη, καθώς και των εγκρίτων κατοίκων Δημήτρη και Γιωργάκη από το Φενεό και τον Ταρσό αντιστοίχως. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός, ότι το ιεροδικείο δεν εφαρμόζει κατά τη διαδικασία αυτή τις διατάξεις του οθωμανικού επί τουρκοκρατίας δικαίου, αλλά αυτές του βυζαντινού δικαίου, ως επίσης και του κατά τόπους μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού εθιμικού δικαίου, που έφερε και αυτό σαφή την επίδραση των συναφών βυζαντινών διατάξεων. Έτσι διατάσσει την ενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ενώ εξετάζει και το αίτημα της παθούσης για παροχή αποζημιώσεως, περιπτώσεων που απαντούν συχνά στο εθιμικό δίκαιο των Κυκλάδων και στις βυζαντινές διατάξεις, που θέσπισε η νομοθεσία των Ισαύρων και των Μακεδόνων (βυζαντινών αυτοκρατόρων). Παρόμοιες διατάξεις δεν απαντούν στο οθωμανικό επί τουρκοκρατίας δίκαιο, αλλά μόνο στο ύστερο μουσουλμανικό δίκαιο του 1840 και μετέπειτα5.

Ετέρα περίπτωση εφαρμογής, στη συγκεκριμένη υπόθεση, του βυζαντινού και του εθιμικού δικαίου και όχι του οθωμανικού, προκύπτει από το δεύτερο χοτζέτι του κατή. Είδαμε ότι με αυτό η παθούσα μικρή Κατερίνα διευκρινίζει στη συμπληρωματική της δήλωση προς το ιεροδικείο, ότι η καταγγελία και αγωγή της δεν στρέφεται κατά των κληρικών και μοναχών, μικρών και μεγάλων όπως λέγει, αλλά μόνο κατά του δράστη μυλωνά Γιάννη Ετζεμπένη. Προς τι όμως η δήλωση αυτή και ποιος ουσιαστικά την προκάλεσε; Προφανώς έγινε κατόπιν πιέσεων και παρακλήσεων των μοναχών, οι οποίοι κινδύνευαν να θεωρηθούν και αυτοί υπεύθυνοι και υπόλογοι της εγκληματικής πράξεως του υπηρετούντος στον αλευρόμυλο της μονής μυλωνά Γιάννη Ετζεμπένη. Ο τελευταίος δηλαδή, κατά το βυζαντινό δίκαιο, ήταν στην προκειμένη περίπτωση «προεστώς» συνδεόμενος κατά τη σχέση της «προστήσεως» με τη μονή, ως μυλωνάς του μοναστηριακού αλευρομύλου, με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό για τη μονή κατά τις βυζαντινές νομικές διατάξεις που ίσχυαν και επί τουρκοκρατίας6. Από εδώ μάλιστα προκύπτει σαφώς, ότι το έγκλημα έγινε στο μοναστηριακό αλευρόμυλο (ήταν σε απόσταση 1,5 χλμ. από τη μονή) τη στιγμή που η ατυχής Κατερίνα κατ’ εντολή του αδελφού της θα είχε πάει για άλεσμα το λιγοστό οικογενειακό τους σιτάρι. Για το λόγο αυτό οι μοναχοί προκάλεσαν το δεύτερο αυτό χοτζέτι, το δεύτερο αποδεικτικό ιεροδικαστικό έγγραφο, με τη δήλωση της παθούσης ενώπιον του ιεροδικείου, ότι η αγωγή και καταγγελία της δεν στρέφεται κατά των μοναχών, αλλά μόνο κατά του δράστη. Για τον ίδιο λόγο τα τρία αυτά τουρκικά ιεροδικαστικά έγγραφα βρίσκονται εξαρχής στο αρχείο της μονής και είναι προφανώς επίσημα αντίγραφα των πρωτοτύπων, εκδοθέντα κατόπιν αιτήσεως της μονής, έναντι συγκεκριμένου και αναλόγου πάντοτε τιμήματος εκ του ιεροδικείου, όπως συνήθως συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Προσπαθούν έτσι οι μοναχοί να αποστασιοποιηθούν και να διαχωρίσουν τη θέση τους από το έγκλημα και τον δράστη, τον οποίο μάλιστα κατηγορούν, ότι εγκαταλείποντας αμέσως μετά το έγκλημα την περιοχή Φενεού, για να καταφύγει στο Σόλο των Καλαβρύτων, αφήρεσε από τη μονή 300 γρόσια.

Αυτά λοιπόν ως προς το περιεχόμενο των τριών τουρκικών εγγράφων του κατή του Φενεού και τη συνοπτική αξιολόγηση του. Όσο για την τελική κρίση της Υψηλής Πύλης επί της υποθέσεως και το σχετικό σουλτανικό φιρμάνι, αυτό θα εκδόθηκε και θα διαβιβάσθηκε προς εκτέλεση στον βοεβόδα και στον κατή των Καλαβρύτων (όπου κατέφυγε ο δράστης) ή στην κεντρική διοίκηση της Πελοποννήσου, δηλαδή στον πασά της Τριπολιτσάς, πλην όμως δεν υπάρχει τίποτε σχετικό με αυτό στο αρχείο της μονής.

1. Το αρχείο περισυνελέγη από τον Μητροπολίτη Κορίνθον Παντελεήμονα Καρανικόλα κατά το 1971, σε εποχή που κινδύνευε να ερημωθεί από έλλειψη μοναχών η μονή, εμπλουτισμένο δε με πρόσθετα έγγραφα εκ της Μητροπόλεως, κοσμεί σήμερα το Εκκλησιαστικό Μουσείο Κορίνθου μαζί με άλλα εξ ίσον σημαντικά αρχεία κορινθιακών μονών περισυλλεγέντα επίσης με μέριμνα και φροντίδα του αυτού Ιεράρχου.

2. Βλ. Νικ. Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί τουρκοκρατίας, εν Αθήναις 1882, σ. 144-145.

3. Ν. de Tornauw, Το Μουσουλμανικόν δίκαιον επί τουρκοκρατίας, μετάφρ. Ν. Σακοπουλου, τ. Β’, εν Σμύρνη, 1872, σ. 87. Emilio Bussi, Principi di dintti Musulmano, Studi Giundici International, 1943, a. 187. Louis Milliot, Introduction a V etude du droit musulman, Pans 1953, σ. 237.

4. Πρβλ. Ανδρ. Δρακάκη, Η Σύρος επί τουρκοκρατίας, τ. Β\ ή δικαιοσύνη καί το δίκαιον, άνάτυπον Επετηρίδας Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. ΣΤ, 1967, σ. 422? 435.

5. Βλ. Δημ. Νικολαΐδου, Οθωμανικοί Κώδικες, ήτοι Συλλογή των εν ενεργεία Νόμων, Κανονισμών, Διαταγμάτων καί Οδηγιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1861, σ. 342.

6. Πρβλ. Μιχαήλ Φωτεινοπούλου, Νομικόν Πρόχειρον, Βουκουρέστιον 1765, εκδ. Αρχείου Ιδιωτικού Δικαίου Παν. Ζέπου, σ. 167, 24.

8eCUgvCwsa

Λίμνη Βουλιαγμένης Λουτράκι

Previous article

Καθαρισμός στο ρέμα Περιστερώνα της Πουλίτσας από την Περιφέρεια

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.