γράφει ο Άγγελος Γεραιουδάκης
Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζούσε στο Κολωνάκι και είναι μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Υπήρξε παντρεμένη με τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και γιος της είναι ο γνωστός συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς.
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
Δεν είναι αντιπροσωπευτική μιας εποχής. Τα έργα της είναι σύγχρονα, φωτογραφίζουν το σήμερα της χώρας. Θέτουν ερωτηματικά και ταυτόχρονα απαντούν στο γιατί ζούμε έτσι τώρα. Οι ηρωίδες της είναι γυναίκες σύμβολα, είναι ποιητικές μορφές. «Σ’ εσάς που μ ακούτε», «Αντόνιο ή το μήνυμα», η «Πόλη», «Διαμάντια και Μπλουζ», ο «Ήχος του όπλου» και ο «Ουρανός κατακόκκινος» είναι μερικοί τίτλοι από τα σπουδαία έργα που έχει γράψει.
Εμφανίστηκε στο θέατρο με την τριλογία της Πόλης (Η διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση), που παρουσίασε ο Κάρολος Κουν σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965. Βαπτίζοντας τους ήρωες της στη δεξαμενή του συλλογικού ασυνείδητου της ελληνικής κοινωνίας καταφέρνει να τους μολύνει με τον φόβο και την ανασφάλεια που κουβαλούν τα όνειρα, οι μνήμες και τα τραύματα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος. Οι ήρωές της αγγίζονται. Τους μαθαίνεις με το μικρό τους όνομα γιατί κάνουν λάθη. Και τα λάθη μειώνουν την απόσταση από τον καθρέφτη.

Στις πρόβες σπάνια πήγαινε. Οι παρεμβάσεις της ήταν κυρίως μυστικές και μόνο στον σκηνοθέτη. Αν είχε πολύ θάρρος, στον ηθοποιό. Αλλά πολύ διακριτικά. O Koυν τη ρωτούσε πάντα και μόλις του έλεγε κάτι, ορμούσε στους ηθοποιούς. «Κάνε το αλλιώς, ηλίθιε».
Το έργο η «Νίκη» εκφράζει, με κατεξοχήν ελληνικά βιώματα, το παράλογο που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στο παγκόσμιο θέατρο. Το 1978 ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, και αποτελεί μια μετάβαση της ίδιας σε νέες αναζητήσεις του ψυχικού πεδίου σε σχέση πάντα με τις πληγές του παρελθόντος και την τραυματική μνήμη. Με το έργο της αυτό εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Μία ξεχωριστή θέση στη καρδιά της είχαν τα έργα «Σε εσάς που με ακούτε» και ο «Ουρανός κατακόκκινος». Είναι μια διαμαρτυρία για τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά αδιέξοδα που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η συγγραφέας δίνει φωνή στα πρόσωπα του έργου «Σε εσάς που με ακούτε» για να εκμυστηρευτούν σε ένα φανταστικό κοινό τις αγωνίες τους, τον τρόμο τους απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων, αλλά και την προσωπική ανασφάλεια, που τους προκαλεί η κοινωνική διαφθορά και παρακμή. Από την άλλη, το έργο «Ο ουρανός κατακόκκινος» συμπυκνώνει όλη τη δραματουργική της ιδεολογία ή μυθολογία, απόσταγμα της δικής της θεατρικής περίπτωσης.
Η δύναμη των έργων της είναι ότι δεν υπολογίζει την αληθοφάνεια των πραγμάτων. Υπολογίζει την ορμή που υπάρχει στη διεκδίκηση του καθενός από μας, για μια αναγνώριση από τον άλλο, για μια επικοινωνία, για μια ένδειξη σεβασμού – ότι υπολογίζεται σαν ανθρώπινη οντότητα.
Το τελευταίο της θεατρικό «Ο Γιώργος και ο Άμλετ» το συνέθεσε απνευστί, επιλέγοντας συνειδητά να είναι το τελευταίο. Αφορούσε τον σύντροφό της Γιώργο Χειμωνά. «Τον Χειμωνά δεν τον ζήλευα καθόλου. Ποτέ. Ούτε εγώ, ούτε αυτός. Τον θαύμαζα. Ήταν εξαιρετικός. Η σωστή λέξη είναι αεικίνητος. Τον γνώρισα σχεδόν ταυτόχρονα με το έργο του. Είχα διαβάσει ένα νεανικό του, τον Πεισίστρατο, αλλά φαινόταν όλο το ταλέντο του. Δεν το κατάλαβα και πολύ. Όλα τα έργα του ήταν εξαιρετικά. Και ο θαυμασμός μου εμένα ήταν αληθινός και όχι επειδή ήταν κι ένας κούκλος […] Ο Θανάσης, από την άλλη, δεν διάβαζε καθόλου. Όλη την ώρα στην τηλεόραση. Και με τον Ολυμπιακό. Ήμουν κι εγώ Ολυμπιακός, παρακολουθούσα πολύ την ομάδα και θύμωνα και με όσους δεν ήταν Ολυμπιακοί», αναφέρει η συγγραφέας στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Lifo.
Η Λούλα Αναγνωστάκη έχει αγαπηθεί αρκετά από τους νέους ανθρώπους. Η γοητευτική παρουσία της, το υπερβατικό που κυριαρχεί στο έργο της, το αέρινο και ταυτοχρόνως τόσο στέρεο, που χαρακτηρίζει τη σκέψη της, είναι χαρίσματα που σφραγίζουν όποιον τη γνώρισε.
πηγή: reader.gr
Comments