ΕΙΚΑΣΤΙΚΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤΕΧΝΗ

Εθνική Γλυπτοθήκη: Απόηχοι κλονισμένου μεγαλείου ανάμεσα στα γλυπτά

0

της Αργυρώς Μποζώνη

Μια καθημερινή του Νοεμβρίου διασχίζουμε το Άλσος Στρατού για να φτάσουμε στην Εθνική Γλυπτοθήκη. Έχει έναν ασυνήθιστα ζεστό καιρό και το πάρκο έχει περιπατητές, αθλητές, μαμάδες με τα παιδιά τους και φιλόζωους που κάνουν την πρωινή τους βόλτα. Οι φίλοι μου που μένουν στην περιοχή μού λένε ότι είναι ένα μέρος δημοφιλές και δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν να χαρούν τον ήλιο και να κάνουν πικνίκ στην έκταση των 6,5 στρεμμάτων, ανάμεσα σε μεγάλα έργα όπως οι «Γενικές Μεταφορές» του Γιάννη Γαΐτη, η «Φωλιά» του Θόδωρου Παπαγιάννη, οι «Ολυμπιακοί Κύκλοι» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, ο «Δωδεκάκτινος τροχός ισορροπών σε συρματόσχοινα με αντίβαρο σφαίρα» του Θόδωρου, που επάνω της σήμερα στέκονται δεκάδες πουλιά, συχνοί επισκέπτες του πάρκου, και το «Φύλλο» της Αφροδίτης Λίτη. Πενήντα επτά γλυπτά υπάρχουν στο πάρκο της Γλυπτοθήκης και η επισκεψιμότητα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη αν υπήρχε ένα καφέ μέσα σε αυτό, έναν από τους πιο ωραίους χώρους πρασίνου της περιοχής και της Αθήνας.

Η Εθνική Γλυπτοθήκη, που άνοιξε μετά από δύο χρόνια, στεγάζεται σε δύο κτίρια των πρώην βασιλικών στάβλων που διατηρούν τα τυπικά χαρακτηριστικά τους στο εσωτερικό, την ξύλινη οροφή, τις λεπτές κολόνες από χυτοσίδηρο και τις παλιές πλάκες στο πάτωμα. Μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους και εγκαινιάστηκαν το 2004 με αναδρομική έκθεση του Χένρι Μουρ και μνημειακά γλυπτά σε ξύλο του Χρήστου Καπράλου. Δύο χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε η μόνιμη έκθεση της Νεοελληνικής Γλυπτικής, στην οποία για πρώτη φορά παρουσιάζεται σε αυτόνομο χώρο μια ολοκληρωμένη εικόνα της Συλλογής Γλυπτικής.

Λίγο πριν από τη συνάντησή μας με την Τώνια Γιαννουδάκη, επιμελήτρια της Συλλογής Γλυπτικής, κάνουμε έναν περίπατο στον χώρο της έκθεσης, όπου τα γλυπτά είναι ελεύθερα στον χώρο, χωρισμένα σε ενότητες που συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα στον τοίχο, ενώ παράλληλα δοκιμάζουμε τους κώδικες QR που δίνουν πληροφορίες για κάθε έργο και την ιστορία του. Οι ψηφιακοί σταθμοί πληροφόρησης εμπλουτίζουν την εμπειρία στην οποία αποτυπώνονται η αρχή και η εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής έως τις μέρες μας: δημιουργίες λαϊκών τεχνιτών, οι τάσεις του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα και μια ενδεικτική εικόνα της νέας χιλιετίας.

Επιστρέφουμε στην είσοδο, στο Πωλητήριο, του οποίου τα αντικείμενα εμπλουτίζονται διαρκώς, και ξεφυλλίζουμε τον κατάλογο με τα έργα της μόνιμης συλλογής της Γλυπτοθήκης. Στην ίδια περιοχή, εκτός από τα ελληνικά έργα, παρουσιάζονται και έξι χαρακτηριστικές δημιουργίες σημαντικών ξένων γλυπτών, ο «Θεραπευτής» του Μαγκρίτ, ο «Άσωτος υιός» του Ροντέν, δυο κεφάλια του Μπουρντέλ, το «Πουλί» του Καλατράβα και η «Νύμφη» του Λούντβιχ Σβάντχαλερ.

Η συλλογή της Γλυπτοθήκης συγκροτήθηκε κυρίως μέσω δωρεών από ιδιώτες και καλλιτέχνες, οι οποίες συχνά πραγματοποιούνταν με παρότρυνση των εκάστοτε διευθυντών. Η ιστορία της δημιουργίας της Συλλογής Γλυπτικής είναι περιπετειώδης, συνδεδεμένη με την ιστορία του μουσείου, ενώ για χρόνια το κυρίαρχο πρόβλημα ήταν η απόκτηση μόνιμης στέγης.

«Όταν ιδρύθηκε το 1900 η Εθνική Πινακοθήκη, η Συλλογή Γλυπτικής δεν προβλεπόταν ανάμεσα στις αρχικές συλλογές», εξηγεί η κ. Γιαννουδάκη.

 Άποψη της πρώτης Γλυπτοθήκης στην Εθνική Πινακοθήκη

Παρ’ όλα αυτά, το 1907 είχε γίνει πρόταση να αγοραστεί ο «Ξυλοθραύστης», ένα εμβληματικό έργο του Δημητρίου Φιλιππότη. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, πρώτος έφορος του μουσείου, προσέφερε τότε 7.000 δραχμές, ο Φιλιππότης όμως δεν δέχθηκε. Ο «Ξυλοθραύστης» αγοράστηκε το 1908 από τον δήμο Αθηναίων για 15.000 δραχμές και τοποθετήθηκε στην πλατεία της Ρωσικής Εκκλησίας. Σήμερα είναι τοποθετημένος στο Ζάππειο, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο.

Το 1918 διευθυντής της Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με έναν νόμο που θεσμοθετεί και τη Συλλογή Γλυπτικής. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1933, ο Αντώνης Μπενάκης δώρισε το πρώτο γλυπτό στην Πινακοθήκη, τον «Γυναικείο κορμό» του Κώστα Δημητριάδη, εγκαινιάζοντας την ίδρυση της Γλυπτοθήκης. Έναν χρόνο αργότερα, η Πινακοθήκη, που στεγαζόταν τότε σε χώρους του Πολυτεχνείου, μαζί με την έκθεση της μόνιμης Συλλογής Ζωγραφικής, παρουσίασε τα τέσσερα πρώτα γλυπτά της συλλογής, τον «Γυναικείο κορμό» του Κώστα Δημητριάδη, τον «Κάιν» του Λουκά Δούκα, επίσης δωρεά του Αντώνη Μπενάκη, τον «Ιπποκένταυρο» του Θωμά Θωμόπουλου, τον οποίο δώρισε ο καλλιτέχνης με προτροπή του Ζαχαρία Παπαντωνίου, και το «Κεφάλι κόρης» του Μιχάλη Τόμπρου, που είχε δωρίσει το υπουργείο Παιδείας.

«Ήταν η πρώτη φορά που έργα Ελλήνων γλυπτών παρουσιάζονταν ως μέρος της συλλογής ενός επίσημου φορέα του κράτους. Ο εμπλουτισμός της συλλογής έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 γινόταν με πολύ αργούς ρυθμούς και δύσκολα. Το 1940, στη συλλογή Γλυπτικής υπήρχαν οκτώ γλυπτά σύγχρονων καλλιτεχνών, καθώς και τα δύο πρώτα έργα του δέκατου ένατου αιώνα, το “Κεφάλι Σατύρου” του Γιαννούλη Χαλεπά, που είχε δωρίσει το 1937 η Τράπεζα της Ελλάδος, και η “Πηνελόπη” του Λεωνίδα Δρόση, που δώρισαν τα Ανάκτορα το 1939. Το 1941, μέσα στον πόλεμο, όταν επιτάχθηκαν οι αίθουσές της, η Πινακοθήκη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κτίριο του Πολυτεχνείου. Η εποχή αυτή σηματοδοτεί μετακινήσεις μέχρι το 1968 σε χώρους ανεπαρκείς και εντελώς ακατάλληλους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής προτεραιότητα υπήρξε η ασφαλής φύλαξη των έργων, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, τα πιο πολύτιμα, δε, στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Όσα, λόγω βάρους, παρέμειναν στο Πολυτεχνείο τυλίχθηκαν και καλύφθηκαν με σακιά γεμάτα άμμο, όπως τα γλυπτά του Λούβρου», λέει η κ. Γιαννουδάκη.

Το 1949, με το κληροδότημα του Νικολάου Ηλιόπουλου, η Συλλογή Γλυπτικής εμπλουτίστηκε με πέντε πολύ αξιόλογα γλυπτά του δέκατου ένατου αιώνα, τον «Βοσκό με κατσικάκι» του Γεωργίου Φυτάλη και το «Πνεύμα του Κοπέρνικου», τον «Νάρκισσο», την «Ηχώ» και το «Παιδί με τον κάβουρα» του Γεωργίου Βρούτου. Tα γλυπτά προέρχονταν από την έπαυλη Θων που είχε καταστραφεί τον Δεκέμβριο του 1944. Μαζί με τα έργα των Ελλήνων γλυπτών στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε και η «Νύμφη» του Γερμανού νεοκλασικιστή γλύπτη Λούντβιχ Σβάντχαλερ, ενώ μετά τον θάνατο του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη δωρίσθηκαν 271 έργα του από τη σύζυγό του, Σόνια, τα οποία όμως παρελήφθησαν δεκαετίες αργότερα, το 1979.

Ήταν ο διευθυντής της Πινακοθήκης Μαρίνος Καλλιγάς αυτός που εδραίωσε τη Συλλογή Γλυπτικής, από το 1949 έως το 1971 ιδίως, εμπλουτίζοντάς την κυρίως με δωρεές, και καθιέρωσε μια συστηματική πολιτική αγορών, κάνοντας την πρώτη το 1951, διαμορφώνοντας έτσι μια πληρέστερη εικόνα που εκετεινόταν από τους Επτανήσιους και τους πρώτους νεοκλασικιστές γλύπτες του δέκατου ένατου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Εν τω μεταξύ, η Πινακοθήκη παρουσίαζε τις συλλογές της σε περιοδικές εκθέσεις, στο Ζάππειο ‒ από το 1954 έως το 1957 παρουσιάστηκαν τα πιο χαρακτηριστικά γλυπτά. Από το 1956 έως το 1968 ορισμένα γλυπτά ήταν ίσως προσιτά στο κοινό, καθώς βρίσκονταν στον υπαίθριο χώρο των στρατώνων του Πυροβολικού, στη γωνία των οδών Ριζάρη και Βασιλίσσης Σοφίας, όπου στεγαζόταν προσωρινά η Πινακοθήκη.

Όταν το 1970 έγινε η πρώτη έκθεση στο πρώτο τμήμα του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, του οποίου η θεμελίωση είχε γίνει το 1964 και η ανέγερση είχε ολοκληρωθεί ως το 1968, παρουσιάστηκε και ένας μικρός αριθμός έργων ζωγραφικής και χαρακτικής ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών, αντικείμενα και έπιπλα, καθώς και δεκαεπτά γλυπτά.

Η «Πηνελόπη» του Λεωνίδα Δρόση. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO
 Το «Παιδί με τον κάβουρα» του Γεωργίου Βρούτου.
Ο «Ιπποκένταυρος» του Θωμά Θωμόπουλου

«Ο Καλλιγάς ήθελε τη μόνιμη και αυτόνομη παρουσία των γλυπτών. Γι’ αυτό και η προκήρυξη για την ανέγερση του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, που δημοσιεύτηκε το 1956, προέβλεπε ιδιαίτερο χώρο για τη Γλυπτική. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν εφαρμόστηκε παρά το 1986, όταν πλέον η λειτουργία του μουσείου είχε ομαλοποιηθεί, καθώς από τις 17 Μαΐου 1976 είχαν γίνει τα επίσημα εγκαίνια με διευθυντή τον Δημήτρη Παπαστάμο», λέει η κ. Γιαννουδάκη. «Στα εγκαίνια του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά και εβδομήντα επτά γλυπτά. Μετά τα εγκαίνια, τα περισσότερα γλυπτά αποσύρθηκαν, ορισμένα παρέμειναν στη μόνιμη έκθεση ανάμεσα στα έργα της ζωγραφικής, ενώ άλλα τοποθετήθηκαν στον κήπο και στην είσοδο του μουσείου».

Στον κήπο της Εθνικής Πινακοθήκης υπήρχαν το 1981 το «Παιδί με τον κάβουρα» και το «Πνεύμα του Κοπέρνικου» του Γεωργίου Βρούτου, η «Νύμφη» του Λούντβιχ Σβάντχαλερ, η «Δύναμη» του Γιώργου Καλακαλλά, ο «Χορός του Ζαλόγγου» του Γιώργου Ζογγολόπουλου και ο «Φαέθων» του Δημήτρη Αρμακόλα.

Άποψη της πρώτης Γλυπτοθήκης στην Εθνική Πινακοθήκη

Δεν είναι λίγοι αυτοί που θυμούνται τα γλυπτά που φαίνονταν από τη Μιχαλακοπούλου στο ισόγειο του δεύτερου κτιρίου της Πινακοθήκης, σε δύο ανεξάρτητους χώρους. Ήταν μέρος της λύσης που δόθηκε για ολοκληρωμένη και αυτόνομη παρουσίαση των γλυπτών χάρη στη ζωγράφο και χαράκτρια Κούλα (Βασιλική) Μπεκιάρη-Βεκρή, η οποία ανέλαβε τη δαπάνη στη μνήμη των γονέων της. Η έκθεση εκτεινόταν και στον κήπο, όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν την αρχή και την εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής έως το 1940. Με τη συλλογή να έχει εμπλουτιστεί θεαματικά, κυρίως με έργα σύγχρονων γλυπτών, η πρώτη Γλυπτοθήκη παρέμεινε ανοιχτή έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της, η έκθεση γλυπτών περιορίστηκε στον κήπο και στην κεντρική είσοδο του μουσείου. Στον κήπο υπήρχαν το «Ζευγάρι» της Μπέλλας Ραφτοπούλου, ο «Δον Κιχώτης» του Μέμου Μακρή, η «Συνάρτηση VII» της Ναυσικάς Πάστρα, ο «Χορός του Ζαλόγγου» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, ο «Ερμής» του Βάσου Φαληρέα και ο «Άσωτος υιός» του Ογκίστ Ροντέν.

«Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα η Συλλογή Γλυπτικής εμπλουτίστηκε, μεταξύ άλλων, με δύο μεγάλα κληροδοτήματα, της Μπέλλας Ραφτοπούλου και της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, με μια σημαντική δωρεά του Ιωάννη Αβραμίδη, καθώς και με τη μεγάλη συλλογή έργων του Χρήστου Καπράλου που προήλθαν από τη συγχώνευση του Ιδρύματος Χρήστου και Σούλης Καπράλου με την Εθνική Πινακοθήκη. Η τελευταία δωρεά ήταν αυτή της Μαρίας Δημητριάδη, ιδιοκτήτριας της γκαλερί Μέδουσα, που κληροδότησε στην Εθνική Πινακοθήκη τα έργα της συλλογής που είχε συγκροτήσει, ανάμεσά τους και σημαντικά γλυπτά. Το 2000, στην επανέκθεση της μόνιμης Συλλογής Ζωγραφικής στους ανακαινισμένους χώρους του μουσείου εντάχθηκαν και πενήντα επτά γλυπτά. Η διευθύντρια της Πινακοθήκης έθεσε από την αρχή ως στόχο τη στέγαση και προβολή της Συλλογής Γλυπτικής σε αυτόνομο χώρο και η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης πραγματοποιήθηκε το 2004, στο Άλσος Στρατού, στην περιοχή Γουδί», λέει η κ. Γιαννουδάκη.

Rodin Auguste, Ο άσωτος υιός.
Γαΐτης Γιάννης, Μαζική μεταφορά ή Γενικές μεταφορές, 1984.
Magritte Rene, Ο Θεραπευτής (Le Therapeute)

Η Συλλογή Γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης θεσμοθετήθηκε, εμπλουτίστηκε και διαφυλάχθηκε με μεγάλες δυσκολίες. Σήμερα στεγάζεται σε δυο κτίρια, στο κτίριο Α, που φιλοξενεί τη μόνιμη έκθεση Γλυπτικής, και στο κτίριο Β, που προορίζεται για περιοδικές εκθέσεις. Τα κτίρια εκμισθώθηκαν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ανακαινίστηκαν με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων και μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους χάρη σε μια δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Συγχρόνως, ενώ αναβίωσε και μια πρακτική του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, όταν ηγεμόνες και βασιλείς μετέτρεπαν τους βασιλικούς στάβλους σε χώρους έκθεσης των συλλογών τους, προκειμένου το κοινό να μπορεί να τις επισκεφθεί.

Οι ενότητες της έκθεσης

Η έκθεση της μόνιμης συλλογής της Γλυπτοθήκης ξεκινά με τη λαϊκή γλυπτική, τους φεγγίτες, μια ξεχωριστή κατηγορία υπέρθυρων με μεγάλη διάδοση στην Τήνο. Συνδέονται με την είσοδο του σπιτιού, που αποτελεί το σύνορο μεταξύ του έξω κόσμου και του ιδιωτικού χώρου, γι’ αυτό και λαμβανόταν πάντα ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να αποκλείεται το σπίτι από την είσοδο κάθε δαιμονικής ή κακοποιού δύναμης. Το γεγονός αυτό οδήγησε, μεταξύ άλλων, και στον εντοιχισμό διαφόρων στοιχείων με φυλακτικό και αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Στο κέντρο της έκθεσης των φεγγιτών υπάρχει ένα επώνυμο δείγμα λαϊκής γλυπτικής λίγο πριν από την εμφάνιση της επίσημης γλυπτικής στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, ο «Ανεμόμυλος», που φιλοτέχνησε το 1837 ο μαρμαρογλύπτης Χατζηαντώνης Λύτρας, πατέρας του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, με τη χαρακτηριστική αντίληψη του λαϊκού τεχνίτη: διακοσμητική σχηματοποίηση, σεβασμός του επιπέδου, απουσία προοπτικής στην απόδοση των μορφών και περιφρόνηση του κανόνα των αναλογιών.

Με δυο έργα, τον «Πλάτωνα» του Προσαλέντη και τον «Φρειδερίκο Γκίλφορντ» του Ιωάννου Βαπτιστή Καλοσγούρου, εκπροσωπείται η επτανησιακή γλυπτική. Η επανεμφάνιση της γλυπτικής με αυτόνομη μορφή και η αποδέσμευσή της από τον δευτερεύοντα διακοσμητικό ρόλο της πραγματοποιήθηκε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα στα Επτάνησα, με τον Κερκυραίο γλύπτη Παύλο Προσαλέντη τον πρεσβύτερο.

Ο Προσαλέντης υπήρξε ο πρώτος ακαδημαϊκός νεοέλληνας γλύπτης και ο ιδρυτής, το 1811, της πρώτης καλλιτεχνικής σχολής στον ελληνικό χώρο. Η προτομή του Πλάτωνα (1815), το πρώτο χρονολογημένο γλυπτό της σύγχρονης Ελλάδας, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της τεχνοτροπίας του. Μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Δημήτριο Τριβώλη-Πιέρη (1785-1808) και τον μαθητή του Ιωάννη-Βαπτιστή Καλοσγούρο (1794-1878) αποτελούν τους τρεις εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής στη γλυπτική, που όμως παρέμεινε ανεξάρτητη από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και δεν είχε συνέχεια ως την εμφάνιση του Κεφαλλονίτη Γεωργίου Μπονάνου (1863-1940).

Η ενότητα Νεοκλασική Γλυπτική παρουσιάζει τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες του δέκατου ένατου αιώνα. Με την αναμόρφωση του νεοσύστατου κράτους και την ίδρυση του Σχολείου των Τεχνών, όπου η γλυπτική άρχισε να διδάσκεται συστηματικά από το 1847 από τον Γερμανό γλύπτη Κρίστιαν Ζίγκελ, ο οποίος έφερε στην Ελλάδα το κλασικιστικό πνεύμα που επικρατούσε στην Ευρώπη από τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, άρχισαν να φοιτούν επίσημα οι πρώτοι γλύπτες, όπως ο Ιωάννης Κόσσος, οι Τήνιοι Γεώργιος και Λάζαρος Φυτάλης και ο Λεωνίδας Δρόσης, που φιλοτέχνησε τον γλυπτικό διάκοσμο της Ακαδημίας Αθηνών και αναδείχθηκε στον σημαντικότερο εκπρόσωπο του κλασικισμού στην Ελλάδα.

Ο νεοκλασικισμός χαρακτηριζόταν από την επιστροφή στην αρχαία ελληνική και στη ρωμαϊκή τέχνη με την αναβίωση κλασικών μοτίβων και θεμάτων, ενώ αλληγορικές και μυθολογικές συνθέσεις, ηθογραφικά θέματα και έργα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα συμπλήρωναν τη θεματογραφία τους.

Ο «Χρήστος ο Αράπης» του Ιωάννη Βιτσάρη είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό έργο της ενότητας «Από τον κλασικισμό στον ρεαλισμό». Σε μια περίοδο που η κλασικιστική έκφραση κρατά τα πρωτεία στην ελληνική γλυπτική του δέκατου ένατου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται κι άλλες τάσεις. Ο Τήνιος Δημήτριος Φιλιππότης είναι ο πρώτος που θα ενδιαφερθεί για την ελεύθερη και πιο ρεαλιστική σύνθεση, παρόλο που δεν αποκόπτεται τελείως από την κλασικιστική παράδοση. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φιλιππότη, ο Γεώργιος Βρούτος φιλοτέχνησε συνθέσεις ελεύθερες, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που προορίζονταν για τη διακόσμηση των ιδιωτικών και δημόσιων κήπων με σκοπό την τέρψη του κοινού.

Το διασημότερο έργο της πρώτης περιόδου του Γιαννούλη Χαλεπά, η «Κοιμωμένη», δεσπόζει ως έξοχο δείγμα επιτύμβιας γλυπτικής. Με την ξαπλωμένη ή ανακεκλιμένη μορφή πάνω σε σαρκοφάγο-κλίνη ή ανάκλιντρο, ένα θέμα που ξεκίνησε από την Ετρουρία τον έκτο-πέμπτο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική, εδώ βρίσκει την κορυφαία έκφρασή της στο εκμαγείο από τον οικογενειακό τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.

«Από τον δέκατο ένατο στον εικοστό αιώνα» είναι ο τίτλος της επόμενης ενότητας της έκθεσης και σε αυτή την περίοδο οι καλλιτέχνες στρέφονται στο Παρίσι. Ο Λάζαρος Σώχος, που φιλοτέχνησε τον έφιππο ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ήταν ο πρώτος γλύπτης που το 1885 προτίμησε να μετεκπαιδευτεί στη γαλλική πρωτεύουσα. Η θαυμάσια προτομή ερωμένου που βρίσκεται στην έκθεση αντανακλά την επιρροή που δέχτηκε σε μια εποχή που ο Ροντέν ταράζει τα νερά της γλυπτικής και επηρεάζει και τους Έλληνες γλύπτες, π.χ. τον Θωμά Θωμόπουλο, που χαρακτηρίστηκε «εισηγητής της Ροντενείου Σχολής εν Ελλάδι», και τον Κώστα Δημητριάδη, που αναδείχθηκε στον κατεξοχήν φορέα του ύφους του Ροντέν, αντλώντας άμεσα ή έμμεσα στοιχεία από το έργο του και καταλήγοντας, μέσω της ανθρώπινης μορφής, στην αλληγορία.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, αυτή η ιδιαίτερη περίπτωση στη νεοελληνική γλυπτική, κατέχει κεντρικό ρόλο στην παρουσίαση της συλλογής, τόσο με το καθηλωτικό κεφάλι Σατύρου και τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» όσο και με μια σειρά έργων που έχει φιλοτεχνήσει μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1916 σε ύφος ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο, επικεντρωνόμενος στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, στην εκλέπτυνση ή στην ωραιοποίηση.

Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλά θέματα ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί σκελετό, που θα περιόριζε την εκφραστική του ελευθερία, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, μεμονωμένες μορφές, γυναικεία γυμνά αλλά και τα χαρακτηριστικά διμέτωπα έργα, επιλέγοντας πιθανότατα θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.

Το γλυπτό που αναπαριστά τον νεαρό ζωγράφο Γιάννη Μόραλη, δίπλα στο γλυπτό που αναπαριστά τον γλύπτη Χρήστο Καπράλο, έργα του Γιάννη Παππά, υποδέχονται τον επισκέπτη στην ενότητα «Μοντερνισμός και παράδοση – Η γαλλική μαθητεία». Ο ελληνολάτρης Αντουάν Μπουρντέλ ήταν εκείνος που έφερε ξανά στο προσκήνιο τις αρετές της ελληνικής γλυπτικής της αρχαϊκής περιόδου και του αυστηρού ρυθμού, οδηγώντας τους Έλληνες μαθητές του, με πρώτο τον Θανάση Απάρτη, πίσω στις ρίζες της τέχνης τους. Χαρακτηριστικά έργα αυτής της περιόδου είναι ο «Ανοιξιάτικος χορός» του Μέμου Μακρή, η χοντρή καθισμένη γυναίκα του Μιχάλη Τόμπρου και η «Μητέρα» του Φερεντίνου, ανάμεσα σε άλλα.

Αβραμίδης, Αρμακόλας, Γεωργιάδης, Ρόκος, Σίμωσι, Σπητέρη και Κουλεντιανός πρωταγωνιστούν στην ενότητα «Ανθρωποκεντρισμός – Προς την απλοποίηση και την αφαίρεση». Ενώ μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’40 η ανθρώπινη μορφή και η παραστατική απεικόνιση μονοπωλούν σχεδόν το ενδιαφέρον των Ελλήνων γλυπτών, ορισμένοι στρέφονται σταδιακά σε πιο απλοποιημένες και αφαιρετικές φόρμες που οδηγούν σε μια σχηματική, υπαινικτική, αποσπασματική ή εξπρεσιονιστική απόδοση, προβάλλοντας έτσι τον ανθρωποκεντρισμό με νέο ύφος.

Η τελευταία ενότητα της έκθεσης, η «Αφαίρεση», παρουσιάζει την τάση προς την απλοποίηση και την αφαίρεση που εκδηλώθηκε στην ανθρωποκεντρική γλυπτική. Οι Έλληνες γλύπτες, σε επαφή με τα νεότερα ρεύματα, διαμορφώνουν στο ελληνικό καλλιτεχνικό προσκήνιο μια πολυμορφία τάσεων που συχνά καλλιεργείται παράλληλα από τους καλλιτέχνες. Αρκετοί εγκαταλείπουν τη χρήση των παραδοσιακών υλικών για να στραφούν στο σίδερο, στο ατσάλι και στο μέταλλο. Ο κυβισμός και ο κονστρουκτιβισμός, με τη δυναμική επέκταση στον χώρο και την εισαγωγή του κενού ως καθοριστικού στοιχείου στη γλυπτική σύνθεση, και οι καθαρές φόρμες των οργανικών μορφών αποτέλεσαν τις πιο προσφιλείς πηγές έμπνευσης, χωρίς να λείπουν και τα ντανταϊστικά ή σουρεαλιστικά πρότυπα αλλά και τα νέα υλικά όπως το νίκελ, το γυαλί, το πλεξιγκλάς ή η αξιοποίηση στοιχείων όπως το νερό, ο ήχος και η κίνηση.

Ιστορίες από τα έργα της συλλογής γλυπτικής

«Το πνεύμα του Κοπέρνικου», 1877, Γεώργιος Βρούτος (1843-1909)

Το «Πνεύμα του Κοπέρνικου» είναι ένα μοναδικό δείγμα μιας πρώιμης, αλλά πολύ τολμηρής σύνθεσης για τα δεδομένα της εποχής και της χώρας. Το πνεύμα του κορυφαίου αστρονόμου που ανέτρεψε την κρατούσα θεωρία, υποστηρίζοντας ότι η γη και οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον ήλιο και όχι το αντίθετο, αποδίδεται με μια εξίσου ανατρεπτική σύνθεση: μια αντεστραμμένη νεανική φτερωτή μορφή στηρίζεται στο δεξί χέρι και περιστρέφει την υδρόγειο, ενώ με το αριστερό δείχνει προς τον ήλιο. Η αντεστραμμένη μορφή με τα πόδια στον αέρα ήταν ήδη γνωστή από την ελληνιστική σύνθεση «Παιδί με δελφίνι» (ρωμαϊκό αντίγραφο στο Εθνικό Μουσείο της Νάπολης), από την οποία ο Βρούτος υιοθέτησε τη στάση και τον τρόπο με τον οποίο το παιδί αγκαλιάζει το κεφάλι του δελφινιού. Ανεξάρτητα, πάντως, από την πρωτοτυπία του έργου του Βρούτου, για το ελληνικό κοινό η σύνθεση ήταν εξαιρετικά τολμηρή και η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια. Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944.

«Κεφάλι Σατύρου», 1878, Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938)

Το «Κεφάλι Σατύρου» είναι από τα τελευταία έργα της πρώτης περιόδου της δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά. Μια μορφή ρεαλιστική, εξαιρετική σε πλάσιμο, που αποτυπώνει το σχεδόν ψυχογραφικό ατομικό πορτρέτο ενός ώριμου άνδρα. Το ολοζώντανο, διαπεραστικό βλέμμα του και το μυστηριώδες χαμόγελο δίνουν τον τόνο στη μορφή. Το χαμόγελο μοιάζει άλλοτε σαρκαστικό ή δαιμονικό και άλλοτε μελαγχολικό, ανάλογα με την πλευρά που το κοιτάζει κανείς. Προκαλούσε, μάλιστα, μεγάλη ψυχική αναστάτωση στον Χαλεπά, που είχε προσπαθήσει να καταστρέψει το έργο, γρατζουνίζοντάς το και πετώντας του πηλό.

«Χρήστος ο αράπης», 1874, Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892)

Ο Ιωάννης Βιτσάρης διδάχθηκε τον νεοκλασικισμό στο Σχολείον των Τεχνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Μόναχο. Ασχολήθηκε με συνθέσεις ρεαλιστικές τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος και ένα έργο του που ανήκει σε αυτή την κατηγορία είναι ο «Χρήστος ο αράπης». Ο Χρήστος ήταν μια γραφική φυσιογνωμία της Αθήνας που ζούσε κυρίως στους δρόμους και πέθανε το 1886. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, ενώ υπήρξε μοντέλο σε έργα του Νικηφόρου Λύτρα και του Νικολάου Γύζη. Παρότι όποιος δει το έργο νομίζει ότι είναι από μπρούντζο, πρόκειται για χρωματισμένο γύψο, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση του σκούρου δέρματος. Όταν το έργο παρουσιάστηκε το 1875 στην έκθεση των Ολυμπίων, το κοινό και οι κριτικοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να δεχθούν μια ακραιφνώς ρεαλιστική θεματολογία και απόδοση, γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «ιδέα ατυχής». Παρά την αρνητική υποδοχή, πάντως, ο «Χρήστος ο αράπης» αποτελεί ένα εξαιρετικό, και πρώιμο, δείγμα ρεαλισμού στη νεοελληνική γλυπτική, χωρίς παραχωρήσεις προς την κλασικιστική κατεύθυνση.

«Νανά», 1896-1897, Γεώργιος Μπονάνος (1863-1940)

Η «Νανά» είναι μια σύνθεση τολμηρή, εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Φανερώνει την επίδραση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου στην ελληνική τέχνη αλλά και τη στροφή του Μπονάνου σε ρεαλιστικά θέματα. Παρ’ όλα αυτά, η απόδοση παραμένει κλασικιστική: το μάρμαρο είναι λειασμένο με μεγάλη επιμέλεια, η ηρωίδα εικονίζεται γυμνή, ενώ το πρόσωπο είναι ήρεμο και σχεδόν απαθές σε σχέση με την αισθησιακή στάση του σώματος. Τολμηρό για την εποχή, προκάλεσε ποικίλα σχόλια. Ο ίδιος ο γλύπτης, πάντως, υιοθέτησε αργότερα τον τίτλο «Κυνηγέτις». Η αλλαγή αυτή ίσως οφείλεται στην ελληνοκεντρική ιδεολογία του Μπονάνου. Ίσως όμως ήταν μια προσπάθεια να αποφύγει τη δημιουργία σκανδάλου.

«Σκύλα», 1955, Θανάσης Απάρτης (1899-1972)

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Απάρτης έστρεψε το ενδιαφέρον του και στη ζωοπλαστική, μελετώντας στον Ζωολογικό Κήπο του Παρισιού. Ασχολούμενος από τότε κατά περιόδους με το θέμα, έπλασε το 1955 τη «Σκύλα», χρησιμοποιώντας ως μοντέλο τη Δούκισσα, τη σκύλα ενός γείτονά του στο Παρίσι.

Το ζώο, παρά την ακινησία του, υποβάλλει την εντύπωση της απόλυτης ετοιμότητας με τα ορθωμένα αυτιά και το προτεταμένο ρύγχος. Με οδηγό την αρχαία τέχνη, έχοντας όμως μπροστά του ένα ζωντανό μοντέλο, ο Απάρτης δεν αναλώνεται σε περιγραφικές λεπτομέρειες αλλά πλάθει ένα σφριγηλό σώμα με λείες επιφάνειες, κάτω από το οποίο διαγράφεται ο δυνατός σκελετός. Η στάση του ζώου, με τα πόδια παράλληλα, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού δεξιά και την ουρά που εφάπτεται στα σκέλη, καθώς και το πλάσιμο του ρωμαλέου σώματος φέρνουν στον νου ένα από τα σημαντικότερα έργα της αρχαίας τέχνης, την ετρουσκική Λύκαινα του Καπιτωλίου (500-480 π.Χ.), ενώ το προτεταμένο κεφάλι έχει ως μακρινό πρότυπο έναν σκύλο από το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα (530-520 π.Χ.) που βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και με το σώμα συσπειρωμένο και τα πόδια λυγισμένα είναι έτοιμος να ορμήσει.

«Ανεμόμυλος», 1837, Χατζηαντώνης Λύτρας (π.1800 – β’ μισό 19ου αι.)

Πατέρας του Νικηφόρου Λύτρα, ο Χατζηαντώνης Λύτρας ήταν ένας λαϊκός μαρμαρογλύπτης. Στην παράσταση του ανάγλυφου εικονίζεται μια σκηνή από την καθημερινή ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ο ανεμόμυλος καταλαμβάνει το κέντρο σχεδόν της παράστασης και πλαισιώνεται από έναν σχηματικά δοσμένο φοίνικα και μια νεαρή νησιώτισσα που πλησιάζει στα σκαλιά φορτωμένη το σακί με το σιτάρι. Τα λαϊκά στοιχεία δηλώνονται με την έλλειψη αναλογιών, την επίπεδη, χωρίς προοπτική, σε τρία τέταρτα απόδοση του προσώπου της γυναίκας και του σώματος σε κατατομή, όπως στη λαϊκή ζωγραφική. Ένας σταυρός επάνω, στο κέντρο του μαρμάρινου πλαισίου, συμβολίζει τη θεϊκή βοήθεια. Το έργο, άμεσο, απλό και αυθόρμητο, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής μαρμαροτεχνίας λίγο πριν από την εμφάνιση της επίσημης γλυπτικής στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.

πηγή: lifo

Ο Ηρώδης πίσω από τον μύθο

Previous article

Κόρινθος

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.