Ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, πέρα από τα μυθιστορήματα και τα φιλοσοφικά δοκίμια, διακρίθηκε και για έναν κύκλο ταξιδιωτικής εργογραφίας. Τα ονόμασε “Ταξιδεύοντας” και στην πραγματικότητα αποτελούσαν ταξιδιωτικούς οδηγούς γραμμένους, όμως, με τον δικό του ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο. Μέσα στα κείμενα μιλούσε όχι μόνο για την φυσική ομορφιά κάθε περιοχής, αλλά και για την κουλτούρα των κατοίκων, την ζωή τους, την καθημερινότητά τους.
“Το ταξίδι κι η εξομολόγηση (κι η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή της εξομολόγησης) στάθηκαν οι δυο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου“, υποστήριζε ο ίδιος.
Ο Καζαντζάκης, από μικρή ηλικία και μέχρι τον θάνατό του, δε σταμάτησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Ξεκίνησε να καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις το 1907 στο Παρίσι ως ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων, και μέχρι το 1946, χρονιά που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ήταν γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως για τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Η Ασκητική, η Οδύσεια και τα θεατρικά έργα του ήταν γνωστά σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων.
Γενικότερα θεωρείται ο συγγραφέας που καθιέρωσε την ταξιδιωτική λογοτεχνία στα ελληνικά γράμματα.
Σε ένα από τα βιβλία αυτά, ο Καζαντζάκης καταγράφει τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στην Ιταλία, την Αίγυπτο, τα Ιεροσόλυμα, την Κύπρο και τον Μοριά, την Πελοπόννησο, στον οποίο βρέθηκε το 1937. Φυσικά, πέρασε και από την Κόρινθο και στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφει τις εντυπώσεις του.
(Στην φωτογραφία της εποχής, ο Καζαντζάκης συνομιλεί με Κορίνθιους ψαράδες).
“Η Κόρινθος, νιοχτισμένη ύστερα απ τους σεισμούς, συμμετρική, φαντάζει μέσα στον κουρνιαχτό σαν έρημη. Απλώνεται αμίλητη στον ήλιο, και μονάχα στην άκρα της, στον σταθμό, ξεσπούν άγριες φωνές, παμπόνηροι Μωραΐτες πουλούν σταφύλια, χιμούν οι επιβάτες σ ένα βρωμερό μακρουλό τραπέζι με νερό και λουκούμια. Σε μια γωνιά μέσα στον ήλιο, ανεβαίνει φριχτή κνίσα, ένας λιγδερός φουστανελάς περνά από μικρά καλαμάκια μπουκιές κρέας και το πασπαλίζει με θρούμπα και πιπέρι. Στο υπόστεγο, στον ίσκιο, μια γυναίκα παχουλή, ξεστήθωτη, με χρυσά δόντια, σείεται και κουνιέται και κοιτάζει τους άνδρες. Κι ένα στρατιωτάκι αγοράζει δυο σουβλάκια και δυο κομμάτια ψωμάκια και δυο σταφύλια και την ζυγώνει βήχοντας πονηρά.
Η παχουλή γυναίκα, τη στιγμή εκείνη, ξέσπασε σ ένα νευρικό γέλιο. Ο Βελλερεφόντης σκόρπισε στον αγέρα, κύλησε ο Πήγασος σα νερό και χάθηκε. Στράφηκα· η γυναίκα είχε πεταχτεί απάνω, είχε σηκώσει το γυμνό μπράτσο της, έβγαλε απότομα την χτένα που συγκρατούσε τα μαλλιά της, αναποδογύρισε λίγο και τίναξε το κεφάλι, και τα μαλλιά πήδησαν στις πλάτες της, τρικυμιστά, σαν κατάμπλαβα νερά. Κράτησε με τα δόντια της την χτένα, και με τα δυο της τα χέρια μάζεψε πάλι τα μαλλιά, τα ανάδεσε και ξανακάρφωσε επάνω τους την χτένα. Ύστερα πάλι κάθισε δίπλα στον στρατιώτη.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την κίνηση αυτή, τόσο πρωτόγονη και προκλητική. Το στρατιωτάκι χλώμιασε, η Κόρινθος ξάφνου ξαναπήρε νόημα. Το τραίνο σφύριξε, πηδήσαμε απάνω, ο στρατιώτης με τη γυναίκα έμειναν, αμίλητοι και βλοσυροί, σα ζώα έτοιμα να δαγκωθούν…”.
Comments