του Σταμάτη Νίκολη: (μέρος Δ ΄τελευταίο), φορολογία,συμπεράσματα)

Στα αρχεία των Ατζαγιόλι τα κτήματα έχουν καταγραφεί χωριστά και οι καλλιεργητές αγρότες που υπάγονται στο ακρόστιχον αναφέρονται ανά υποστατικό. Από αυτό υποτίθεται ότι κάθε μεγάλη κτηματική περιουσία επικεντρωνόταν γύρω από την κοινότητα κάποιου χωριού και ήταν αυτοτελής και αυτάρκης. Κάθε αγρότης πλήρωνε ένα ακρόστιχον που υπολογιζόταν ανάλογα με την έκταση της γης που καλλιεργούσε και τον αριθμό των ζώων του. Πέρα από το ακρόστιχον και τις προσωπικές υπηρεσίες υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία άλλων φόρων που γίνονταν «pro aliis» (με άλλη νομολογία). Ίσως ο πιο αξιόλογος να ήταν το γεώμορο ή η παραχώρηση του 1/10 της σοδειάς των αγροτών που έπαιρναν γη από τον άρχοντα με ή χωρίς πληρωμή. Αυτή η οφειλή ήταν τόσο σημαντική ώστε προσλαμβανόταν μια ειδική κατηγορία υπαλλήλων, οι «gienmoratori» (cienmoratori ή zemoratori), για την είσπραξή της. Το 1365 στην περιοχή της Κορίνθου αναφέρεται ότι αυτή τη θέση κατείχαν τρία άτομα. Η σχέση του γεώμορου και του γλεύκους των σταφυλιών από την κοινότητα προς τον άρχοντα, είναι άγνωστη. Το arico ή larico ήταν ένα πρόστιμο το οποίο επιβαλλόταν για τις ζημιές που έκαναν τα αδέσποτα πρόβατα και γουρούνια. Η preda ήταν φόρος επί των ζώων βοσκής. Στην αναφορά του 1354 ξεχωρίζουν αυτές οι πληρωμές οι οποίες ανευρίσκονται περιστασιακά στους λογαριασμούς του Αλντομπράντο Μπαροντσέλι προς τον άρχοντα Ατζαγιόλι. Τα κτήματα ή υποστατικά που ανήκαν στους άρχοντες ήταν γνωστά σαν μεσάρια κατά τη ναπολιτάνικη πρακτική. Τα μεσάρια φαίνεται ότι ήταν ενωμένα κατά περιοχές υπό την επίβλεψη ενός επιστάτη. Το 1365 κάποιος Τεόντορο ή Τεντόρ ήταν επιστάτης των κτημάτων του φρουραρχείου της Κορίνθου.
Αν και δεν έχουμε σχεδόν καθόλου στοιχεία από μελέτες χωριών, που θα μας έδειχναν το αγροτικό επίπεδο ζωής στην Κορινθία των Ατζαγιόλι, θεωρείται γενικά ότι μεταξύ των αγροκαλλιεργητών λαμβανόταν πρόνοια για ένα επίπεδο συντήρησης και παραγωγή πλεονάσματος τόσο για τη σπορά όσο και για την πληρωμή των φόρων προς τον άρχοντα. Από την πλευρά του τελευταίου, ένα μέρος του εισοδήματος επενδυόταν σε έργα ασφάλειας, όπως ήταν η κατασκευή και οι επισκευές κάστρων και πύργων, καθώς και η συντήρηση των τοξοτών στην περίπτωση των Ατζαγιόλι.

Οι Ατζαγιόλι έμοιαζαν με τους Ανδευγαυούς κυρίους τους, δεδομένου ότι τα συμφέροντά τους βρίσκονταν περισσότερο στην Ιταλία παρά στην Ελλάδα, και συνεπώς φρόντιζαν να βγάζουν τα κέρδη τους από την Πελοπόννησο.
Στην περίοδο της κυριαρχίας των Φλωρεντινών Ατζαγιόλι η Κόρινθος ήταν μία από τις πιο αξιοθαύμαστες πολιτείες της Ελλάδας. Στην αγορά της, που ήταν ένα πραγματικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου, συσσωρεύονταν και ανταλλάσσονταν τα προϊόντα από όλα τα σημεία της Μεσογείου. Ό,τι ακριβό, πλούσιο και λεπτό σε γούστο γνώρισε ο μεσαίωνας, υπήρχε στην Κόρινθο. Στους δρόμους της κυκλοφορούσε ένα πολύμορφο και πολυθόρυβο πλήθος με πλούσιες και γραφικές φορεσιές. Στις πλατείες της, τριγυρισμένες από αρχοντικά, και πύλες, ήτα αραδιασμένα τα αριστουργήματα της κλασικής τέχνης. Η ζωή ήταν εξαιρετικά πλούσια και ραφιναρισμένη, η ευγένεια των τρόπων, η αναζήτηση κάθε λεπτής απόλαυσης, η αγάπη για τις καλές τέχνες, ήταν κάτι πολύ φυσικό για τους Φλωρεντίνους.
Με όλους εκείνους τους ανθρώπους, τους τόσο διαφορετικούς ποιοτικά, τους βαρόνους, τους εμπόρους της Βενετίας και της Πίζας, τους τραπεζίτες της Φλωρεντίας, τους διπλωμάτες του ποντίφηκα, τους τυχοδιώκτες, οι ιδέες και τα ήθη των λατίνων περνούσαν πραγματικά σιγά – σιγά στους Έλληνες.
Σε εκείνη την επαφή των δύο πολιτισμών και οι Λατίνοι δανείσθηκαν πολλά από την πόλη του Σισύφου και του Περιάνδρου, όπου βρέθηκαν μεταναστευμένοι. Ωστόσο πρέπει να πούμε, παρ’ όλον αυτόν τον αναμφισβήτητο συνδυασμό της προσφοράς των δυο πολιτισμών, οι σχέσεις που γεννήθηκαν από τους εκλεπτυσμένους Φλωρεντίνους έσβησαν. Από τα ήθη και τα έθιμα τους μονάχα η κοινωνική αφρόκρεμα επηρεάσθηκε. Η λαϊκή μάζα των Κορινθίων έμεινε αδιάσπαστη και αναλλοίωτη και σχεδόν το ίδιο και η ελληνική Εκκλησία. Ενώ, από συμφέρον ή από διάθεση, οι άρχοντες προσέγγιζαν τους Λατίνους, ο λαός καθοδηγούμενος από τον κλήρο, που τον τρόμαζε και τον σκανδάλιζε η δυνατότητα μιας ένωσης με τη Ρώμη, ένοιωθε απεναντίας να μεγαλώνει η δυσπιστία και η καχυποψία του.
Ωστόσο, κάποια σκοτεινή συνείδηση της ανάγκης που είχαν οι μεν τους δε, τραβούσε τον έναν κοντά στον άλλον.
Υπάρχει κάποια δόση μελαγχολίας σ’ εκείνους τους Φλωρεντίνους της Κορίνθου και στη μοίρα τους^ σταλμένοι από τα παιχνίδια της Λατινικής πολιτικής μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν, σχεδόν ξένοι στον καινούργιο κόσμο, όπου ήλθαν για να κυβερνήσουν, έκαναν τις περισσότερες και εντιμώτερες προσπάθειες για να κατανοηθούν, ακόμα και για να ενωθούν με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο.
Βιβλιογραφία
Miller, W., (1908), Οι Λατίνοι στην Ανατολή.
Andrews, K., (1953), Τα κάστρα του Μοριά.
Bon, A., (1964), Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.
J. Schmitt, (1904), Το Χρονικόν του Μορέως.
P. Lock, (1995), Οι Φράγκοι στο Αιγαίο.
Comments