Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη (Μέρος Α ΄)

Έκδοση SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Λειψία, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887 / Kettwig, Phaidon, 1992.
ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ
(1873-1884)
Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη, δικηγόρου – ιστορικού συγγραφέα
Α. ΓΕΝΙΚΑ
Η “υπερεκπαίδευση”, η οποία παρουσιάστηκε προπαντός το δεύτερο μισό του 19ου αιώνος στην Ελλάδα, αιτία είχε τη ροπή, που κατέλαβε (σε αντίθεση προς τη δημοτική εκπαίδευση), αρκετούς νέους της υπαίθρου για σπουδές στα δευτεροβάθμια σχολεία (κυρίως στα Γυμνάσια) με απώτερο στόχο, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς να θέλουν να φθάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή στο μοναδικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η ροπή αυτή, ειδικότερα, όπως παρατηρήθηκε τότε, οφειλόταν στην περιφρόνηση, που ένιωθαν, σε μεγάλο ποσοστό, οι νέοι προς τη γεωργία γενικά, εξαιτίας των άθλιων συνθηκών αγροτικής ζωής, καθώς και στου εμπορίου τις καταθλίψεις και σ’ άλλους, βέβαια, λόγους. Από τον πρώτο ακόμη καιρό όχι λίγοι νέοι από διάφορα μέρη της ύπαιθρης χώρας εγκαταλείποντας “ανέργαστον και αμελουμένην την γην, η οποία ούτω εχερσεύετο”, ξεκινούσαν για τις πόλεις, είτε με σκοπό την εκμάθηση, εκεί όπου υπήρχαν σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως, των εγκυκλίων μαθημάτων του σχολαρχείου και προπαντός του Γυμνασίου, ή για να βρουν εργασία σε διάφορες επιχειρήσεις, ακόμη και σε εστιατόρια-μαγειρεία, όπου διακρίνονταν ως “οψοκομισταί”-σερβιτόροι, ιδιαίτερα οι εξ ορεινής Κορινθίας προερχόμενοι.
Καθένας απ’ τους περισσότερους αυτούς νέους, προτού να ξεκινήσει για την πόλη, είχε συνειδητοποιήσει, ζώντας στο πατρικό σπίτι, όπου οι ανάγκες του βίου γίνονταν συνεχώς και πιο δυσβάστακτες, ότι δεν ήταν εύκολο να φροντίσει για το δικό του μέλλον και να πραγματοποιήσει τη δική του προκοπή, αφού η οικογένειά του, μόλις που μπορούσε να συντηρηθεί αξιοπρεπώς απ’ την εργασία του πατέρα, ο οποίος, άλλωστε, στερούμενος των προτερημάτων της παιδείας με τα οποία επροίκισε τα παιδιά του η εθνική ανεξαρτησία, “ανέσκαπτε την γην και εκαλλιέργει τας αμπέλους του ή απέζη εκ του αβεβαίου και γλίσχρου μισθού δημοσίας τινος θέσεως”. Ο νέος φεύγοντας για τις πόλεις, φιλοδοξούσε είτε να σπουδάσει εκεί όπου υπήρχε Γυμνάσιο προπαντός, όταν μάλιστα τύχαινε να έχει έμφυτο τον έρωτα για τα γράμματα, είτε να βρει εργασία^ εγκατέλειπε έτσι τον τόπο του ονειροπολώντας ένα καλύτερο, μάλλον, βίο παρά αναπολώντας το αλέτρι.
Αν χρειαζόταν εν προκειμένω να περιγράψει κανείς τον σπουδαστικό, ειδικά, βίο, όσο το δυνατόν πιο πιστά αυτών, που φοιτούσαν στα Γυμνάσια, θ’ αρκούσε να παρουσιάσει τις συνθήκες σπουδών και ζωής ενός μόνου νέου στην πόλη, όπου για το λόγο αυτό κατέφευγε^ θα ήταν σαν να έκανε την περιγραφή της σχολικής ζωής εκατοντάδων νέων απ’ όλα τα μέρη, όπου μετά κόπου βέβαια και μόχθου πολλού, σπούδαζαν στη μέση εκπαίδευση. Οι περισσότεροι, λοιπόν, απ’ αυτούς, που έφευγαν απ’ τα χωριά τους για να παρακολουθήσουν στις πόλεις τα μαθήματα του Γυμνασίου δεν στηρίζονταν πουθενά αλλού παρά “εις μόνον το ισχνόν πατρικόν βαλάντιον”. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, που επιζητούσαν ανώτερη παιδεία “μη λαμβάνοντες υπ’ όψιν την επιδεκτικότητα των τέκνων των”, όπως επίσης και οι γιοί εισοδηματιών, σταφιδοκτημόνων κ.ά., οι οποίοι, ελάχιστοι στο σύνολο των μαθητών, δεν αντιμετώπιζαν στις σπουδές τους οικονομικό πρόβλημα.
Β. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Σε κάθε περίπτωση, αν ένας νέος (είτε από την επαρχία Κορινθίας, ή ακόμη και από μακρυνότερα μέρη) ήθελε να σπουδάσει στην Κόρινθο, θα έπρεπε να φθάσει στην πόλη μετά το 1872. Διότι το Γυμνάσιο της Κορίνθου ιδρύθηκε το 1872 και μάλιστα κατά την προεκλογική περίοδο, υπουργούντος επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως του Ανδρέα Νοταρά. Όπως γράφηκε τότε: “Χάρις εις τον υπουργόν Εκκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως κ. Ανδρέαν Νοταράν, ιδρύθη Γυμνάσιον εις την Κόρινθον εις το οποίον διωρίσθη Γυμνασιάρχης ο καθηγητής Ναυπλίου Νικ. Γεωργιάδης και καθηγηταί ο εκ Καλαμών κ. Π. Βασιλείου και ο εκ Τριπόλεως κ. Γαλανόπουλος”. Ο διάδοχος όμως του Α. Νοταρά στο Υπουργείο Ναπολέων Ζαμπέλιος(;) “εθεώρησε περιττήν την σύστασιν Γυμνασίου εν Κορίνθω” γι’ αυτό οι ενδιαφερόμενοι απόφοιτοι των σχολαρχείων, Κορίνθιοι κυρίως, συνέχισαν να παρακολουθούν τα εγκύκλια μαθήματά τους, πηγαίνοντας στο Ναύπλιο, την Πάτρα ή και στην Αθήνα, ακόμη.
Το Γυμνάσιο Κορίνθου λειτούργησε το 1873, διορίστηκαν δε σ’ αυτό οι καθηγητές Α. Ζαχαρόπουλος, Ε. Κλάρης, Αντ. Βενιζέλος, Σ. Δελούκας, Ι. Πανόπουλος και γυμνασιαρχεύων ο Π. Βρυώνης, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε διότι μετατέθηκε στο Μεσολόγγι, οπότε χρέη γυμνασιάρχη ανέλαβε ο Ι. Πανόπουλος. Την εκπαιδευτική χρονιά 1874 και μέχρι την 21η Σεπτεμβρίου εκτός από τους γυμνασιαρχεύοντες, δεν είχαν εμφανιστεί οι καθηγητές ούτε οι μόλις διορισθέντες των Μαθηματικών Δ. Δουκάκης και Γαλλικής Αν. Πικαίος. Όπως εγράφη: “Ο καθηγητής κ. Δελούκας δεν επανήλθεν εις την έδραν της ενταύθα καθηγεσίας του, αλλά γλίχεται εν Αθήναις”. Ωστόσο καλούνταν οι γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο Κορίνθου, εφόσον επιθυμούσαν να μάθουν γράμματα και “μη διαφθαρώσι”.
Παρ’ ότι όμως άργησε στην Κόρινθο να λειτουργήσει Γυμνάσιο, εν τούτοις το 1874 διαπιστώνεται η ύπαρξη αποφοίτων Πανεπιστημίου εκ Κορινθίας καταγομένων. Τη χρονιά αυτή η Κορινθία αριθμούσε γύρω στους δώδεκα επιστήμονες, ιατρούς, ένα πρόεδρο Πρωτοδικών, δύο δικαστές και ένα Ειρηνοδίκη, όλους αποφοίτους της Νομικής Αθηνών και ένα “επιστήμονα πολιτικόν γεωμέτρην”. Ακόμη σ’ όλα τα δικαστήρια του κράτους δέκα “επιστήμονας δικηγόρους” και δύο για μεταπτυχιακά στη Γερμανία, καθώς και είκοσι πέντε τελειοφοίτους σπουδαστές και φοιτητές στο Πανεπιστήμιο.
Comments