ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ (Μέρος η΄)
Αλλά και αυτή την δυσμενέστατη τροπή της μάχης την είχε προβλέψει ο «Γέρος». Οι θέσεις που είχαν καταληφθεί από τους Έλληνες, σύμφωνα με τις οδηγίες του, έδιναν την ευχέρεια της συγκέντρωσης στον τόπο της μάχης και της άμεσης επίθεσης, ώστε ο κίνδυνος της εξόντωσης των αμάχων ν’ αποφευχθεί και οι Τούρκοι να μη διαφύγουν «ατουφέκιστοι».
Στο ύψωμα «Τεπές», εκτός από το επιτελείο του Θ. Κολοκοτρώνη, περί τους δέκα υπασπιστές και «γραμματικοί» του, συγκεντρώθηκαν μαζί και περίπου 100 παλληκάρια της ιδιαίτερης σωματοφυλακής του. Στο «Αγριλόβουνο», όπου πριν από μερικές μέρες είχε κατασκευασθεί ένα κάπως ισχυρό «ταμπούρι», τοποθετήθηκε ο ηρωικός οπλαρχηγός καπετάν Γεώργης Δημητρακόπουλος, με 700 περίπου Αλωνιστιώτες, Γορτύνιους κ.ά. Στο οχύρωμα του μικρού οικισμού Ζαχαρία, ήταν μιά δύναμη 150 εκλεκτών παλληκαριών με τον Παπα – Δημήτρη από το Χρυσοβίτσι. Το ύψωμα Παναγόραχη είχε καταληφθεί από τον καπετάν Αντώνη Κολοκοτρώνη, εξάδελφο του Θ. Κολοκοτρώνη, που εκτός από την προσωπική του ανδρεία, διέθετε πολεμική πείρα και μπορούσε να κατευθύνει άριστα τη μάχη και να αυτοσχεδιάζει, όπως και ο εξάδελφός του. Τον πλαισίωναν 130 διαλεχτά παλληκάρια, που είχαν κι αυτά διακριθεί στον Κλέφτικο πόλεμο των Κολοκοτρωναίων.
Άλλοι έμπειροι αγωνισταί είχαν καταλάβει τις θέσεις των Δερβενακίων «Παλιόχανο» και «Χρυσοκουμαριές», σκορπισμένοι και αθέατοι μέσα στους θάμνους και πίσω από τους βράχους.
Όταν τέλειωσαν οι πολεμικές προετοιμασίες, ο Κολοκοτρώνης έκανε τον σταυρό του και έδωσε εντολή στους παπάδες να ψάλουν δέηση. Χοροστάτησε ο Παπα – Γεώργης Παπαζαφειρόπουλος και έψελναν ο Δημητράκης Παπαγιαννόπουλος και ο Βαρθολομαίος Σπηλιόπουλος. Ολόκληρο το ετοιμοπόλεμο «στράτευμα» που είχε οχυρωθεί στις κορυφές, τα υψώματα, τις χαράδρες και τα σχοινοπούρναρα των Δερβενακίων, με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη, είχε αποκαλυφθεί, έκλινε ευλαβικά το γόνατο και έκανε το σημείο του Σταυρού.
Έπειτα ευχήθηκε με τη βροντερή φωνή του ο «Αρχηγός»:
– Καλό βόλι, παιδιά!
Και απάντησαν τα παλληκάρια κι αντιλάλησαν οι γύρω βουνοκορφές, τα υψώματα και οι χαράδρες:
– Αμήν, ο Θεός να δώσει!
Δάκρυσαν των ηρώων τα μάτια. Αναγάλλιασαν από συγκίνηση και κρυφοχαρά οι ετοιμοπόλεμες καρδιές. Και το βασανιστικό λιοπύρι, με την θολούρα της ατμόσφαιρας, η βουβαμάρα μαζί με τη νεκρική σιγή που επικρατούσε ολόγυρα, προμηνούσαν τη θύελλα που έφτανε, το φονικό που θα επακολουθούσε σε λίγο.
«Οι τέσσερες κολώνες – λέει ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του – τους είχα τεμπίχι να μην κάνουν αρχή πολέμου, παρά αφού ακούσουν δέκα ντουφέκια κι έτσι εστέκονταν.
»Οι Τούρκοι σαν εσυνάχθηκαν όλοι, διέταξε ο Πασάς να κινήσει η μπροστέλλα. Κι έτσι οι Τούρκοι εξεκαβάληκαν δια τον τόπον κι εκίνησαν με τα πόδια και ο Αντώνης (Κολοκοτρώνης) ήταν ταμπουρωμένος. Ό Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν εκατό βήματα οι Τούρκοι και εκράτησαν καμμιά δεκαριά Τούρκους.
»Εκείνοι – συνεχίζει ο «Γέρος» – έδωσαν τις πλάτες και έκαμαν κατά τον Άγιο Σώστη, και εκεί είναι ρεύματα, και επήρε το ασκέρι το τούρκικο τις ράχες. Ο Αντωνάκος δεν έπεσε κοντά σε εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι με 30 νομάτους και πέφτει εις τον Άγιο Σώστη εμπρός, οι Τούρκοι εγένηκαν τρεις κολόνες, μία οπίσω οι πασάδες, μία στη μέση, η άλλη κατά τον Αντωνάκη – έως δέκα χιλιάδες εκίνησαν κατά τον Αντωνάκη. Οι τριάντα εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον σκοτώθηκαν ανίψια μου…».
Στις 4 και μισή το απόγευμα είχε ανάψει το ντουφέκι. Μέσα σ’ ένα φοβερό κλοιό έχουν κλεισθεί οι Τούρκοι και δεν βλέπουν σωτηρία καμμιά. Πανικόβλητοι, πατώντας ο ένας τον άλλο, κάνουν να τραβήξουν κατά το Αγριλόβουνο. Βλέπουν εκεί ν’ ανεμίζουν οι σημαίες των Ελλήνων. Κι ακούνε βροντερή και φοβερή την αγριοφωνάρα του Θ. Κολοκοτρώνη:
– Επάνω τους Έλληνες και μη φοβάστε! Σκοτώστε όσους θέλετε απ’ αυτούς!
«Αι φωναί του Αρχηγού «βαράτε τους!» – λέγει στα απομνημονεύματά του ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη Φωτάκος – έκαμαν τους στρατιώτες να κυνηγήσουν τους Τούρκους εις όλην την ρεματιάν και το πλάγι δια να υπάγουν εις τον Άγιον Σώστη…».
Το τι ακολούθησε, είναι αδύνατο να περιγραφεί. Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι, πετούν τ’ άρματα, αφήνουν τα μεταγωγικά τους με τα πλούσια φορτώματα και τρέχουν ανηφορίζοντας κατά τον Άγιο Σώστη. Εκεί τους περιμένει το άγριο βόλι του Αντώνη Κολοκοτρώνη, ενώ από κάθε χαράδρα ξεπετάγονται αρματωμένοι Έλληνες. Έχουν την ιερή φλόγα του πατριωτισμού μέσα τους, όπως οι αρχαίοι πρόγονοι στις Θερμοπύλες, στις Πλαταιές, στη Σαλαμίνα κι ακούνε θαρρείς, από το βάθος των αιώνων να φτάνει – απόκοσμη μουσική – το θούριο της αιώνιας Ελλάδας:
«Ίτε παίδες Ελλήνων!…».
Δυο ώρες αργότερα πλησιάζει προς τα Δερβενάκια ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Σταματελόπουλος. Ειδοποιημένος από τον Κολοκοτρώνη ερχόταν από το Στεφάνι, μαζί με τον Παπαφλέσσα και τον αδελφό του Νικήτα Δίκαιο και 750 παλληκάρια.
Είχε ξεκινήσει από το Στεφάνι στις 2 το απομεσήμερο κι έπρεπε να φτάσει στον Άγιο Σώστη ακριβώς όταν άρχιζε η μάχη. Το παρατηρητήριό του που είχε τοποθετήσει ανατολικά των Μυκηνών τον ειδοποίησε με καπνούς, στη 1 μετά το μεσημέρι ότι η στρατιά του Δράμαλη προχωρούσε προς τα Δερβενάκια. Κοντά στο αρχαίο υδραγωγείο ο Νικηταράς, καθώς προπορευόταν συνάντησε έναν ποιμενόπαιδα, που τον επληροφόρησε πως είδε τους Τούρκους να φεύγουν, γυρίζοντας πίσω στην Αργολίδα. Καθώς βρισκόταν σε αμηχανία και σκεπτόταν κατά πού έπρεπε να κατευθυνθεί, είδε τους καπνούς από τις εκπυρσοκροτήσεις των οπλών, που προέρχονταν από τα στενά των Δερβενακίων. Έξαλλος από την καθυστέρηση ώρμησε προς τον τόπο της μάχης. Γρήγορα – γρήγορα ωχυρώθηκε γύρω από τούς βράχους του βουνού Τρίκορφου, που το βορεινό του άκρο κατείχε τώρα ο Αντώνης Κολοκοτρώνης. Την ίδια ώρα έφταναν με τον Μάρκο Κολοκοτρώνη στον Άγιο Σώστη και άλλοι Έλληνες οπλαρχηγοί και στρατιώτες από τα ριζώματα των Δερβενακίων. Υπολογίζεται πως στο πεδίο της μάχης, μεταξύ των βουνών Παναγόρραχη και Τρίκορφο, συγκεντρώθηκε δύναμη από 2.500 άνδρες.
Συνεχίζεται.
Comments