ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πανηγυρισμοί των Θεσμοφορίων αναφέρονται σε δεκάδες αρχαίων ελληνικών πόλεων (ηπειρωτική Ελλάδα, νήσοι Αιγαίου, Κρήτη, πόλεις της Μικράς Ασίας μεταξύ των οποίων και το Γάμβρειον της Μυσίας). Γενικά ως χρόνος της γιορτής δίνεται η εποχή της σποράς, ως μήνας δηλαδή ο Πιανεψιών, σπανιώτερα δε η εποχή της συγκομιδής. Διαφέρουν εν τούτοις οι ημερομηνίες και ακόμη περισσότερο η διάρκεια της γιορτής, η οποία παρουσιάζεται αλλού τριήμερη (Σπάρτη), αλλού τετραήμερη (Αθήναι), δεκαήμερη στις Συρακούσες της Σικελίας, ενδεκαήμερη στο ιερό της Ελευσίνας (από όπου φαίνεται ότι εξαρτόνταν τα ιερά των άλλων πόλεων) και επταήμερη στο Μύσαιον της Πελλήνης, όπου τα “δρώμενα” είχαν τον ίδιο σκοπό με την αργολική – μυκηναϊκή γιορτή της Μυσίας Δήμητρας. Δηλαδή τα γέλια και τα σκώμματα (πειράγματα) σχετίζονται με τις συνήθεις στις γιορτές της Δήμητρας “βωμολοχίες”, όπως χαρακτηριστικά συναντώνται στις “Θεσμοφοριάζουσες” του Αριστοφάνη και αποσκοπούσαν στην ευόδωση της σποράς και της συγκομιδής του σταριού.
Σχετικά ο καθηγητής Γ. Μυλωνάς(10) στο έργο του: “Το θρησκευτικόν κέντρον των Μυκηνών”, μας πληροφορεί ότι παραστάσεις αποτυπωμένες σε χρυσά δακτυλίδια, σφραγιδόλιθους και γραπτές μικρογραφίες μάς μαθαίνουν ότι στα μυκηναϊκά χρόνια υπήρχαν ναΐσκοι, βωμοί, υπαίθρια ιερά ή τεμένη, στα οποία διατηρούνταν ιερά δέντρα και ιερά αντικείμενα, ότι “ιερά κέρατα” ή “κέρατα καθοσιώσεως” χρησιμοποιούνταν σα σύμβολα ιερότητας και τοποθετούνταν πάνω στα θρησκευτικά κτίρια. Ακόμη ότι οργιαστικοί χοροί αποτελούσαν σπουδαίο μέρος της λατρείας, ιδίως της θεάς των δέντρων και της καλλιέργειας της γης.
Από όσα ειπώθηκαν για τη σημασία και τις στενές σχέσεις των δύο ιερών της Μυσίας Δήμητρας και των τελετουργιών τους, μια άλλη αλήθεια φανερώνεται για το Μύσαιον. Οτι δηλαδή αποτελούσε μεγάλο κέντρο λατρείας μιας δεύτερης κορυφαίας θεότητας, εκτός του τρισμέγιστου Ερμή, όπως ήταν η θεά Δήμητρα. Και όπως μπορεί να θεωρηθεί φυσικό η γύρω περιοχή ήταν σιτοπαραγωγός και πυκνά κατοικημένη στα αρχαϊκά χρόνια.
Και ας έλθουμε πλέον στο μυστηριώδες και ελάχιστα φωτισμένο από τον Παυσανία αλλά δεσπόζον πρόσωπο και των δύο ιερών, τον Μύσιο. Ο Αργείος αυτός μύστης της ειρηνικής θεάς της γεωργίας και της γονιμότητας, ο Μύσιος ή Μυσίας, δεν πρέπει να ήταν τυχαίος και αγενολόγητος αργείος πολίτης, όπως απλώς παραδίδεται από τον Παυσανία και τους σχολιαστές του. Έχω την άποψη ότι πρόκειται για πρόσωπο καταγόμενο από τη χώρα Μυσία της Μ. Ασίας, που μόνος ή με ομάδα αποίκων είχε εγκατασταθεί, τους πολύ παλιούς χρόνους, στο Άργος.
Ενισχυτικό της υποθέσεώς μου αυτής είναι η μυθολογική παράδοση του βασιλιά της Μυσίας Τεύθρα(11 )και των δεσμών του με την Αργολίδα και Αρκαδία, όπου πλέκεται ο ωραίος μύθος του Τήλεφου, ήρωα της Τεγέας, και της Μυσίας. Στο μύθο αυτό εμπλέκονται σαν κύρια πρόσωπα η σύζυγος του Τεύθρα, Αύγη και η κόρη του Αργιόπη, που νυμφεύεται τον Τήλεφο, ο βασιλιάς Ναύπλιος και άλλα ονόματα, που μόνο το άκουσμά τους, χωρίς καμιά προσπάθεια κατασκευής ενός νέου μύθου, θυμίζει τις χώρες Μυσία και Αργολίδα. Αλλά και η θεωρία της εξ Ανατολών προελεύσεως των Δαναών και των Αβάντων, (Μ. Σακελλαρίου(12)), τι άλλο μπορεί να θυμίσει;
Πολύ πρόσφατα (1993) ο Άγγλος σοφός μελετητής του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού της Μικράς Ασίας, Harry Brewster(13) στο αξιόλογο έργο του “Classical Anatolia. The Glory of Hellenism” μεταξύ άλλων γράφει στην εισαγωγή. Σταχυολογώ τα ακόλουθα: “Στον κόσμο της Μυθολογίας Έλληνες και Ανατολίτες (Μικρασιάτες) πατούσαν ένα έδαφος που δεν είχε σύνορα, ζούσαν σε έναν κόσμο στον οποίο συναντώνταν και συγχωνεύονταν. Αν και η Τροία ήταν η εχθρική πόλη του μεγάλου ομηρικού έπους, οι Τρώες ήρωες ήσαν ομηρικοί ήρωες. Ο Γλαύκος, ο Λύκιος πολέμαρχος που έπεσε στη μάχη χτυπημένος από τον Αίαντα, ήταν εγγονός του Κορίνθιου Βελλεροφόντη. Ο Τεύκρος, ένας από τους ανηψιούς του Πριάμου, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο Ανατολίτης… Ο γιός του Τάνταλου, Πέλοπας, μετανάστευσε από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα, όπου ευδοκίμησε σαν Ελληνας ήρωας μετά τη νίκη του στην αρματοδρομία του βασιλιά Οινόμαου, μετά την οποία παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά, Ιπποδάμεια, και λέγεται ότι υπήρξε ο ιδρυτής των Ολυμπιακών αγώνων. Αλλά και οι απόγονοί του Θησέας, Αγαμέμνονας, Αίαντας και άλλοι δεν ήσαν λιγότερο επιφανείς. Δεν εκπλήσσει δε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος φαίνεται να πήρε το όνομά της από τον Πέλοπα… Όσον αφορά μεγάλες θεότητες, ακόμη και η Λητώ, μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης, πιστεύεται ότι είχαν ανατολίτικη καταγωγή… Ανατολίτες βασιλείς, ήρωες, νύμφες και σάτυροι δε λείπουν από την ελληνική μυθολογία. Μεταξύ άλλων ο Τεύθρας, βασιλιάς της Μυσίας, παντρεύτηκε την Αύγη, κόρη του Αλέα, βασιλιά της Τεγέας. Την Αύγη είχε απαγάγει ο Ηρακλής με την οποία γέννησε τον Τήλεφο. Ο Τεύθρας υιοθέτησε τον Τήλεφο και του έδωσε σε γάμο την κόρη του… Ο πλούτος των Ελληνο-Ανατολικών μύθων δείχνει καθαρά ότι στο πεδίο αυτό της δημιουργικής φαντασίας υπήρχε μία ειδική σχέση, η οποία ξεπήδησε από τα ήθη και έθιμα των λαών που κατοικούσαν στις δύο πλευρές της θάλασσας του Αιγαίου. Αυτή η ειδική σχέση και συγγένεια ήταν πράγματι πολύ παλιά”.
Δύο ακόμη μαρτυρίες, που έμμεσα έρχονται να ενισχύσουν την άποψή μας περί της καταγωγής του Μυσία από την περί την Τρωάδα χώρα της Μυσίας, τις καταγράφω. Ο Παυσανίας στα Κορινθιακά (5. 4) μετά την περιγραφή του Ακροκόρινθου μιλάει για τη μικρή πόλη Τενέα, κοντά στο σημερινό Χιλιομόδι της Κορινθίας: “Η δε Τενέα απέχει γύρω στα εξήντα στάδια και οι κάτοικοί της, καθώς λένε, είναι Τρώες από τους αιχμαλώτους που έφεραν οι Ελληνες απότην Τένεδο. Τους αιχμαλώτους αυτούς εγκατέστησε εκεί ο Αγαμέμνονας, γι’ αυτό πιο πολύ απ’ όλους τους θεούς τιμούν τον Απόλλωνα”. Στην Τένεδο λατρευόταν ο Απόλλωνας (Ιλιάς Α 37 κ.ε.). Ο Στράβων(14), εκτός από τη συγγένεια των Τενεατών με τους Τενέδιους μας λέει ότι υπήρχε στην Τενέα και ιερό του Απόλλωνα Τενεάτη και ότι κατά τον αποικισμό των Συρακουσών οι περισσότεροι από τους Κορίνθιους αποίκους ήσαν Τενεάτες.
Τέλος αρκετά είναι τα εφυραϊκά και αργολικά ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια της περιοχής Μύσαιου Πελλήνης, καθώς και ο τρόπος δόμησης των αρχαίων τάφων και τα κεραμικά (όστρακα ή ακέραια αγγεία ή προϊστορικά ειδώλια) που βρέθηκαν μέσα στο Σπήλαιο Ερμού σε υψόμετρο 1.700 μ. του όρους Κυλλήνη. Ετσι ένας μεγάλος αριθμός τάφων βρέθηκαν στη θέση “Κοράκου” της αγροτικής περιοχής Σαϊτά της Ανω συνοικίας Τρικάλων. Όπως φαίνεται, πρόκειται περί “Μυκηναϊκού Συνοικισμού”(15) που πολλά θυμίζει από τη θέση “Κοράκου” μεταξύ Λεχαίου και νέας Κορίνθου, που ανέσκαψε στις αρχές του αιώνα ο διαπρεπής Αμερικανός αρχαιολόγος Carl Blegen(16).
Σε άλλο παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο κοντά στη θέση Κοράκου βρέθηκε τυχαία επιτύμβια πήλινη πλάκα με την επιγραφή: ενδάθε κείται Χρυσόθεμις χαίρε ετών 29. Και ο μεν τύπος της επιγραφής (παράθεση μόνο του ονόματος χωρίς το πατρώνυμο και η προσφώνηση χαίρε) είναι Σικυώνιος, το δε όνομα Χρυσόθεμις αργολικό. (Χρυσόθεμις, η πρώτη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αλλά και ο αργείος χαλκοπλάστης Χρυσόθεμις των αρχών του Ε’ π.Χ. αιώνα, αναφερόμενος από τον Παυσανία στα Ηλειακά). Τοπωνύμια όπως “Φανίας”, “Φανάς” και θαλαμωτοί και τυμβοειδείς τάφοι στην περιοχή Κυλλήνης και Πελλήνης, όπως και οι αμαξοτροχιές από Φενεό, Ανω Τρίκαλα, Στυμφαλία, Αργολίδα, δείχνουν τις στενές σχέσεις της κώμης Μύσαιου με την πεδινή περιοχή της Αργολιδοκορινθίας.
Για τις σχέσεις αυτές, προ πάντων, ας μη διαφεύγει της ιστορικής μνήμης μας ότι το συγκρότημα των Αρκαδικών βουνών της βόρειας Πελοποννήσου με κέντρο την Κυλλήνη, όπως αναφέρει ο Κων. Θ. Συριόπουλος(17), αλλά και άλλοι ερευνητές, διέσωσε ιστορικές, θρησκευτικές και κοσμογονικές δοξασίες που πείθουν πως ο πρώτος πυρήνας των περισσοτέρων και κυριωτέρων απ’ αυτές τις παραδόσεις (όπως εκείνης του τιτάνα Άτλαντα, που κατοικία αυτού, της οικογένειάς του – σύζυγος Πλειόνη και οι επτά κόρες του οι Πλειάδες – και των απογόνων του, Μαίας και Ερμού εθεωρείτο το όρος Κυλλήνη) διαμορφώθηκε σε κέντρο του γνωστού τότε κόσμου την Αργολίδα και περίμετρο αυτού την Πελοπόννησο.
Ύστερα από τα παραπάνω, μπορεί να κατανοήσει κανείς καλύτερα ότι ήσαν πολλαπλοί οι δεσμοί, οι σχέσεις και τα κοινά θρησκευτικά και πολιτιστικά έθιμα της περιοχής Τρίκκης ή Τρικάλων Κυλλήνης και Πελλήνης με το Άργος, Μυκήνες και Εφύρα από τη Νεολιθική και Χαλκή (Π.Ε., Μ.Ε. και Υ.Ε.) ακόμη περίοδο της ελληνικής ιστορίας.
Στο μικρό ιστορικογεωγραφικό αυτό τρίγωνο του Μύσαιου της Πελλήνης και τους συνοικισμούς “υπό Κυλλήνης όρος αιπύ” διασταυρώθηκαν ισχυρά ελληνικά φύλα και διαδραματίστηκαν γεγονότα μεγάλης σπουδαιότητας και εν πολλοίς άγνωστα στην ελληνική ιστορία. Μια διαχρονική ζωή και κίνηση, με δρώντα όντα που αρχίζουν από τους πιο παλιούς μυθολογικούς χρόνους, με θεούς και ήρωες από τον τιτάνα Άτλαντα, τον Κυλλήνιο Ερμή, τη Μυσία Δήμητρα, ως το γνωστό μας πλέον Αργείο Μύσιο, τον κτήτορα των ιερών της Μυσίας Δήμητρας, που συνδέει την Ασία με την Πελοπόννησο και μαζί με το Γλαύκο και τον Βελλεροφόντη, τον Πέλοπα και τον Τήλεφο, δένει με ακατάλυτους δεσμούς τη Μυσιακή Τρωάδα με την αργολική Μυκήνη, το Μύσαιον της αχαϊκής Πελλήνης με τη Μυσία και το ιερό της Μυσίας Δήμητρας στην Αργολίδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Παυσανία, “Ελλάδος Περιήγησις, Αχαϊκά”, σσ. 142 & 146, Πάπυρος, Αθήναι, 1975.
2. Ωπτοχοέως Παν., Ο Δήμος Τρικάλων, ήτοι η Αρχαία Πελλήνη, εν Αθήναις, τύποις Πάσσαρη και Βεργιανίτου, 1894.
3. Κουτίβα Στ., Ιστορικά του Ξυλοκάστρου, Αθήνα, 1962.
4. Leake M., Travels in the Morea, London, Vol. III, 1830.
5. Σταυρόπουλου Σπ., Το Ασκληπιείον “Κύρος” του όρους Κυλλήνη, Δελτίο Ιδρύματος Κορινθιακών Μελετών, τεύχ. 14, 1994.
6. Σταυρόπουλου Σπ., Τα Ασκληπιεία της Πελοποννήσου. Διάλεξη στη Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών. Περίλ. εφημ. “Πελοπόννησος”, 13.3.94.
7. Gebauer Kurt, Archaologischer Anzeiger zum Jahrbuch des deutschen Archaiol. Instituts, 1939, σσ. 268-276 & 287.
8. Καλατζής Κ. Προσωπική επικοινωνία.
9. Ηρόδοτου, Ιστορία Β’ (Ευτέρπη), 171.
10. Μυλωνά Γ., “Το θρησκευτικόν κέντρον των Μυκηνών”, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1972, σ. 12.
11. Jean Richepin, Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία, τόμ. Β’, σ. 130.
12. Σακελλαρίου Μ., Ιστορία Ελληνικού Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. Α’, σ. 362-262.
13. Brewster Harry, Classical Anatolia. The Glory of Hellenism. I.B. Tauris, London – New York, 1993.
14. Στράβωνος, “Γεωγραφικά”, VIII, 380.
15. Σταυρόπουλου Σπ., Μυκηναϊκός Συνοικισμός στη θέση “Κοράκου” Τρικάλων Κορινθίας, (Μελέτη), υπό ανακοίνωσιν.
16. Carl W. Blegen, KORAKOY. A prehistoric Settlement near Corinth. Boston & New York, 1921.
17. Συριόπουλου Κων., Η ορεινή περιοχή της Βορείου Πελοποννήσου εις την αρχαιοτάτην ελληνικήν παράδοσιν. “Πελοποννησιακά”, τ. 11 (1986), σ. 67.
Comments