ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΠΟΥΒΗ
Ο Όμηρος αναφέρει τη Σικυώνα δύο φορές στην Ιλιάδα του, την πρώτη φορά στο “Νεών Κατάλογον” (Β 572), όπου αριθμεί τις ναυτικές δυνάμεις των Αχαιών (Ελλήνων) που έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο, και τη δεύτερη φορά στα “Άθλα επί Πατρόκλω” (Ψ 299), δηλαδή στους αγώνες που έκαναν οι Έλληνες στην Τροία προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου επιστήθιου φίλου του Αχιλλέα.
Ας δούμε αναλυτικά τις δύο αυτές περιπτώσεις.
Α΄
Στο β’ μέρος της ραψωδίας Β και συγκεκριμένα στους στίχους 494-759 ο Όμηρος αναφέρει τους αρχηγούς των Ελλήνων και τον αριθμό των πλοίων που οδηγούσε ο καθένας. Την αρίθμηση προαναγγέλλει στο στίχο 493
“Aρχούς αύ νηών αρέω νηάς τε προπάσας”, δηλ. θα σας πω τους αρχηγούς και τον αριθμό των καραβιών τους.
Στο τμήμα αυτό της Ιλιάδας έχει δοθεί από τους παλαιούς φιλολόγους ο τί-
τλος “Νεών Κατάλογος”, δηλ. Κατάλογος των πλοίων, που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο.
Στους στίχους 569-580 διαβάζουμε:
Οί δέ Μυκήνας είχον εϋκτίμενον πτολίεθρον,
Aφνειόν τε Κόρινθον Εϋκτιμένας τε Κλεωνάς1,
’Ορνειάς2 τ’ ενέμοντο ’Αραιθυρέην3 τ’ Ερατεινήν
καί Σικυών’, οθ’ αρ’ ²Αδρηστος πρώτος Εμβασίλευεν,
οί θ’ ‘Υπερησίην4 τε καί αίπεινήν Γονόεσσαν5
Πελλήνην6 τ’ είχον ήδ’ Αίγιον7 αμφινέμοντο
αιγιαλόν8 τ’ ανά πάντα καί αμφ’ ‘Ελίκην9 ευρείαν,
των εκατόν νηών ήρχε κρείων ’Αγαμέμνων
’Ατρεΐδης. άμα τώ γε πολύ πλείστοι καί άριστοι
λαοί έποντ’ εν δ’ αυτός εδύσετο νώροπα χαλκόν
κυδιόων, πάσιν δέ μετέπρεπεν _ηρώεσσιν,
ούνεκ’ άριστος έην, πολύ δέ πλείστους άγε λαούς
(Ιλ. Β 569-680)
Εκείνοι που είχαν τις Μυκήνες, την καλοχτισμένη πολιτεία, και την πλούσια Κόρινθο και τις καλοχτισμένες Κλεωνές, και ζούσαν στις Ορνειές και στην όμορφη Αραιθυρέη και στη Σικυώνα, όπου πρώτα βασίλευε ο Άδραστος, και εκείνοι που είχαν την Υπερησία και την ψηλή Γονούσα και την Πελλήνη, και όσοι κατοικούσαν στο Αίγιο και σε όλη την έκταση του Αιγιαλού, και γύρω στην πλατιά Ελίκη, σ’ αυτών τα εκατό καράβια αρχηγός ήταν ο βασιλιάς Αγαμέμνων, ο γιός του Ατρέα. Μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσε εξαιρετικά πολυάριθμος και πολύ αντρειωμένος στρατός, κι αυτός ο ίδιος φόρεσε τον λαμπρό χαλκό οπλισμό του καμαρώνοντας και ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους ήρωες γιατί ήταν ο καλύτερος απ’ όλους και οδηγούσε εξαιρετικά πολυάριθμο στρατό. (Μετάφραση Όλγας Κομνηνού-Κακριδή, έκδοση ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ)
Σύμφωνα λοιπόν με όσα μας λέει ο Όμηρος, το κράτος του Αγαμέμνονα είχε πρωτεύουσα την καλοχτισμένη (οχυρή πόλη) των Μυκηνών, απλωνόταν δε βόρεια-βορειοδυτικά απ’ αυτές, περιελάμβανε ολόκληρη τη σημερινή Κορινθία και ακόμη την Αιγιάλεια, δηλ. την περιοχή του Αιγίου.
Το Άργος με την περιοχή της Τροιζήνας και της Ερμιόνης και τη νήσο Αίγινα αποτελούσε χωριστό κράτος με βασιλιά τον Διομήδη (Β 559-568).
Μια από τις μεγάλες πόλεις του κράτους του Αγαμέμνονα ήταν και η Σικυών, στην οποία, κατά τον Όμηρο, πρώτος βασιλιάς ήταν ο Άδραστος. Αυτό δεν είναι πολύ σωστό. Η αλήθεια είναι ότι ο Άδραστος υπήρξε ένας ξενόφερτος βασιλιάς της Σικυώνος, όχι όμως ο πρώτος. Πολλοί άλλοι είχαν βασιλεύσει πριν απ’ αυτόν. Ίσως, επειδή ο Άδραστος λατρευόταν στη Σικυώνα σαν θεός και ήταν πασίγνωστος, γι’ αυτό το λόγο ο Όμηρος λέει πως ο Άδραστος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Σικυώνος.
Ο Άδραστος ήταν βασιλιάς του Άργους. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Ταλαός και μητέρα του η Λυσιάνασσα, κόρη του βασιλιά της Σικυώνος Πολύβου. Ο Άδραστος εξεδιώχθη από το Άργος από ένα συγγενή του, τον Αμφιάραο, και κατέφυγε στη Σικυώνα. Εκεί ο παππούς του, ο Πόλυβος, τον άφησε διάδοχό του, γιατί δεν είχε άλλα παιδιά να τον διαδεχθούν. Έτσι ο Άδραστος έγινε βασιλιάς της Σικυώνος. Μετά από λίγο καιρό συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο, ξαναγύρισε στο Άργος και έγινε πάλι εκεί βασιλιάς. Αργότερα, επιστρέφοντας από μια νικηφόρα εκστρατεία κατά της Θήβας, πέθανε στα Μέγαρα και ετάφη εκεί.
Οι Σικυώνοι τον λάτρευαν σαν θεό ως τα χρόνια του Κλεισθένους. Ο Κλεισθένης απαγόρευσε τη λατρεία του γιατί ο Άδραστος ήταν δωριεύς. Ο Κλεισθένης δεν ήθελε να έχει η Σικυών καμιά σχέση με το δωρικό Άργος γιατί αυτό βοηθούσε τους δωριείς που κατοικούσαν στη Σικυώνα. Ο ίδιος ήταν ιωνικής καταγωγής και μισούσε τους δωριείς από τους οποίους ο προπάππος του, ο Ορθαγόρας, είχε πάρει την εξουσία στη Σικυώνα με επανάσταση (676 π.Χ.).
Το κράτος του Αγαμέμνονα, στο οποίο υπαγόταν και η Σικυών, ήταν το μεγαλύτερο, το πλουσιότερο και το ισχυρότερο από όλα τα άλλα κράτη στην εποχή του τρωικού πολέμου. Απόδειξη το γεγονός ότι διέθεσε στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας τα περισσότερα καράβια από όλα τα άλλα, εκατό, όπως μας πληροφορεί ο Όμηρος (Β 576). Ο ίδιος δε ο Αγαμέμνων ήταν ο αρχιστράτηγος της εκστρατείας και, έχοντας επίγνωση της θέσεως και της δυνάμεώς του, φορούσε λαμπρή πανοπλία και στολή που τον έκαναν μεγαλοπρεπή (Β 577-580).
Υπό την αρχηγία του Αγαμέμνονα λοιπόν, του οποίου ήταν υπήκοοι, οι Σικυώνιοι συνεξεστράτευσαν με τους άλλους Έλληνες στην Τροία, εξασφαλίζοντας έτσι μια θέση στην Ιστορία και την αιωνιότητα στη μνήμη των ανθρώπων μέσω του Ομήρου.
Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη αναφορά της Σικυώνος στον Όμηρο.
Β΄
Στο Ψ 299 ο Όμηρος αναφέρει πάλι τη Σικυώνα εντελώς τυχαία σε μια πληροφορία για τα άλογα που θα έτρεχαν στις αρματοδρομίες που οργάνωσε ο Αχιλλέας για να τιμήσει το νεκρό φίλο του Πάτροκλο.
Αφού οι Ελληνες έκαψαν το νεκρό Πάτροκλο και έθαψαν τη στάχτη και τα κόκκαλα που απέμειναν, ετοιμάζονταν να διαλυθούν. Τότε ο Αχιλλέας πρότεινε να γίνουν προς τιμήν του νεκρού αρματοδρομίες και όλοι δέχτηκαν με χαρά την πρότασή του.
Άρχισαν λοιπόν να φέρνουν τα άλογα και να τα ζεύουν στ’ άρματα όσοι ήθελαν να αγωνιστούν. Ο Όμηρος, παρατηρητικότατος και περιγραφικότατος, όπως πάντα, μας παρουσιάζει ένα-ένα τα άλογα δίνοντας πληροφορίες για το καθένα και παινεύοντας τις αρετές του.
Στον αγώνα πήρε μέρος και ο Μενέλαος. Στο άρμα του έζεψε δύο γρήγορα άλογα, την Αίθη10 του Αγαμέμνονα και το δικό του, τον Πόδαγρο. Η Αίθη είχε την ιστορία της. Όταν ο Αγαμέμνων έκανε την επιστράτευση των υπηκόων του για τον τρωικό πόλεμο, ένας Σικυώνιος, ο Εχέπωλος, γιός του Αγχίση, πολύ πλούσιος αλλά και πολύ δειλός, όπως φαίνεται, καλόπιασε τον Αγαμέμνονα με μια γρήγορη φοράδα που του έδωσε, την Αίθη, για να μη τον υποχρεώσει να πάει στον πόλεμο! Ο Αγαμέμνων τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από το δώρο του Εχέπωλου, ώστε του έκανε το χατίρι. Τον άφησε στη Σικυώνα να χαίρεται τα πλούτη του τη στιγμή που όλοι οι άλλοι Έλληνες, θέλοντας και μη, εξεστράτευσαν για την Τροία.
Να η πληροφορία, όπως μας τη δίνει ο Όμηρος:
“τήν ’Αγαμέμνονι δωκ’ ’Αγχισιάδης ’Εχέπωλος
δωρ’ ίνα μή οί έποιθ’ υπό Ιλιον _ηνεμόεσσαν
Aλλ’ αυτού τέρποιτο μένων μέγα γάρ οί έδωκε
Ζεύς άφενος, ναίεν δ’ ό γ’ Tν ευρυχόρω Σικυώνι”
(Ψ 296-299)
Eκείνην (δηλ. την Αίθη) την είχε δώσει στον Αγαμέμνονα ο Εχέπωλος, ο γιόςτου Αγχίση, δώρο, για να μην τον ακολουθήσει στο ανεμοδαρμένο Ιλιο, παρά να μένη στον τόπο του και να χαίρεται. γιατί το Δίας του είχε δώσει μεγάλα πλούτη και κατοικούσε στην απλόχωρη Σικυώνα.
(Μετάφραση Όλγας Κομνηνού-Κακριδή ό.π.)
Το άλογο αυτό φαίνεται ότι ήταν πράγματι ταχύτατο, ένας πήγασος χωρίς φτερά, που όλοι το φοβούνταν και το υπελόγιζαν σοβαρά στους αγώνες. Αυτό αποδεικνύεται και από τους λόγους που απευθύνει στα δικά του άλογα ο ανταγωνιστής του Μενέλαου στην αρματοδρομία, ο ήρωας Αντίλοχος, γιός του Νέστορα, του βασιλιά της Πύλου. Ο Αντίλοχος, τρέχοντας με το άρμα του δίπλα στο άρμα του Μενέλαου, παρακινεί τα άλογά του να τρέξουν πιο πολύ για να ξεπεράσουν τον αντίπαλο και, σαν να πρόκειται για ανθρώπους και όχι για άλογα, προσπαθεί να θίξει τη φιλοτιμία τους, λέγοντάς τους πως θα είναι ντροπή γι’ αυτά, αρσενικά άλογα, να τα ξεπεράσει μια φοράδα, η Αίθη!
“ίππους δ’ ’Ατρεΐδαο κιχάνετε, μηδέ λίπησθον,
καρπαλίμως, μή σφώιν έλεγχείην καταχεύη
Αίθη θήλυς ’ούσα”. Ψ 407-409
Δηλαδή: προφτάστε τα άλογα του γιού του Ατρέα (του Μενέλαου) γρήγορα και μη μένετε πίσω, μήπως σας γεμίσει ντροπή η Αίθη μ’ όλο που είναι φοράδα!
(Μετάφρ. Όλγας Κομνηνού-Κακριδή ό.π.)
Η συμπεριφορά του Εχέπωλου ήταν μειωτική για τους Σικυώνιους, διότι τους παρουσίαζε δειλούς. Γι’ αυτό και ο Κλεισθένης δεν συμπαθούσε καθόλου τον Όμηρο, που όλο παίνευε το Άργος και τον Αγαμέμνονα και πρόσβαλε τη Σικυώνα εξ αιτίας ενός ανάξιου τέκνου της, του Εχέπωλου.
Απαγόρευσε λοιπόν ο Κλεισθένης να τραγουδούν οι ραψωδοί τα ομηρικά έπη στη Σικυώνα. “Ραψωδούς έπαυσεν εν Σικυώνι αγωνίζεσθαι των ‚ομηρείων επέων είνεκεν”. (Ηρόδοτος Ε, 67).
Η πραγματική αιτία όμως του εξοβελισμού του Ομήρου από τη Σικυώνα ήταν βαθύτερη. ήταν η πολιτική που εφάρμοσε ο Κλεισθένης να διακόψει κάθε δεσμό της Σικυώνος με το δωρικό Άργος.
Με την απαγόρευση της χρήσεως των ομηρικών επών και την κατάργηση της λατρείας του αργείου ήρωα Αδράστου έβγαλε από τη ζωή των Σικυωνίων κάθε στοιχείο που τους έδενε με τους αλλοφύλους τους Δωριείς, που είχαν υποτάξει τη Σικυώνα και την κρατούσαν υπό την εξουσία τους περίπου 400 χρόνια, όπως αργότερα οι Τούρκοι την Ελλάδα.
Το κενό κάλυψαν αφενός μεν η επαναφορά της λατρείας του Διονύσου, αφετέρου δε η καθιέρωση της λατρείας του θηβαίου ήρωα Μελανίππου, θανάσιμου εχθρού του Αδράστου, του οποίου ο Κλεισθένης έφερε στη Σικυώνα τα λείψανά του από τη Θήβα και τα έθαψε στο Πρυτανείο. “Κλεισθένης δέ χορούς μέν Διονύσ¤ Aπέδωκε, τήν δέ άλλην θυσίαν Μελανίππω”. (Ηρόδοτος Ε 65). Οι θρησκευτικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένους υπήρξαν η αιτία να γεννηθεί στη Σικυώνα η αρχαία τραγωδία11.
Αυτά λοιπόν για τη θέση της Σικυώνος στον Όμηρο. Αναφέρεται μόνο δύο φορές στην Ιλιάδα. Πρώτον στο Β 572 κατά την αρίθμηση των δυνάμεων που έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο, με την πρόσθετη πληροφορία, ότι πρώτος βασιλιάς της ήταν ο Άδραστος, και δεύτερον στο Ψ 299 στα “άθλα επί Πατρόκλω” με την προσωνυμία “ε’ρύχωρος” = απλόχωρη. Ο χαρακτηρισμός είναι επιτυχής και δικαιολογημένος, διότι η περιοχή της Σικυώνος, η Σικυωνία, ήταν μια πολύ μεγάλη έκταση ανάμεσα στην Κορινθία (τότε Αργολίδα), τη Φλιασία, τη Στυμφαλία και την Πελλήνη. Αλλά και ως πόλη η Σικυών δικαιολογεί αυτό το χαρακτηρισμό, διότι απλωνόταν από την παραλία, όπου το λιμάνι, ως το σημερινό Βασιλικό, όπου η ακρόπολη, και από τον ποταμό Ασωπό ως τον ποταμό Ελισσώνα.
Σημειώσεις
1. Κλεωναί = αρχαία πόλη της Κορινθίας, ΝΔ της Κορίνθου, κοντά στα σημερινά χωριά Κλένια και Σπαθοβούνι.
2. Ορνειαί ή Ορνεαί = αρχαία πόλη της Αργολίδας στα σύνορα Αργολίδας και Φλιασίας (περιοχή Νεμέας).
3. Αραιθυρέη (<αραιά+θύρα=κλεισούρα) = αρχαία πόλη της Κορινθίας στην περιοχή της Νεμέας.
4. Υπερησίη ή Υπερασία = αρχαία πόλη της Αχαΐας, η οποία αργότερα ονομάστηκε Αίγειρα. Η πόλη ήταν χτισμένη στα μεσόγεια, 12 στάδια από τη θάλασσα, όπου σήμερα η τοποθεσία Παλιόκαστρο, και είχε επίνειο ομώνυμο στα σημερινά Μαύρα Λιθάρια. Η Υπερησίη αναφέρεται και στην Οδύσσεια (ο 254).
5. Γονόεσσα = αρχαία πόλη της Κορινθίας, ΝΔ της Σικυώνος, στη θέση του σημερινού χωριού Γονούσα. Βλ. και Παυσ. 5, 18, 7.
6. Πελλήνη = πόλη της Κορινθίας μεταξύ Σικυώνος και Αιγείρας, κοντά στο σημερινό χωριό Ζούγρα (Πελλήνη).
7. Αίγιον = αρχαία πόλη της Αχαΐας στη θέση του σημερινού Αιγίου.
8. Αιγιαλός = όχι συγκεκριμένη πόλη, αλλά όλη η νότια παραλία του Κορινθιακού Κόλπου από την Κόρινθο ως το Ιόνιο πέλαγος, η οποία αργότερα ονομάστηκε Αχαΐα.
9. Ελίκη = αρχαία παραλιακή πόλη της Αχαϊας κοντά στο Αίγιο, η οποία βυθίστηκε στη θάλασσα το 373 π.Χ. εξ αιτίας σεισμού. Βλ. Ιλ.Θ΄ 203
10. Αίθη = όνομα ίππου του Αγαμέμνονα. Η λέξη σημαίνει: πυρώδης, πυρόχρους, οξύς, γοργός.
11. Βλ. Άγγ. Μπουβή: Η τραγωδία γεννήθηκε στην Κορινθία. ΔΕΛΤΙΟ του ΙΚΜ, τεύχ. 1, σελ. 40-46.
Βιβλιογραφία
1. Ομήρου Ιλιάς. Έκδοση Ζαχαρόπουλου, Αθήνα χ.χ.
2. Ηροδότου Ιστορία. Έκδοση Ζαχαρόπουλου, Αθήνα χ.χ.
3. Αριστοτέλους: Περί ποιητικής. Έκδοση Ζαχαρόπουλου χ.χ.
4. Κακριδή Ιω.: Ομηρικά θέματα, Αθήνα 1965 (τα άλογα της Ιλιάδας 107-113).
5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτικής Αθηνών, τ. Β’, Αθήνα 1971.
6. Μεγάλη Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη. Αθήνα χ.χ.
Comments