Τις ελληνοτουρκικές διαφορές και τις επιδιώξεις της Αθήνας αναλύει, στο βρετανικό think tank RUSI, ο πρώην πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα Τζον Κίτμερ.
Στο άρθρο με τίτλο «Ένταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο: Τι θέλει η Ελλάδα», ο Κίτμερ σημειώνει πως η χώρα μας διευθετεί τη διαχείριση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, τονίζοντας πως τόσο ο χρόνος όσο και οι συμμαχίες είναι στο πλευρό της.
«Οι τρέχουσες εντάσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι ούτε νέες, ούτε συνέπεια της αρχαίας ιστορίας. Η προέλευσή τους μπορεί να εντοπιστεί στο 1973, όταν η Τουρκία αμφισβήτησε για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Έκτοτε, μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη σκληρή στάση της απέναντι στον Ελληνισμό, το πεδίο των προκλήσεων έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δικαιωμάτων που σχετίζονται με την ελληνική κυριαρχία στη θάλασσα και στον αέρα. Με την κρίση των Ιμίων το 1996, η Τουρκία προχώρησε στην απόρριψη της ελληνικής κυριαρχίας επί εδάφους, για την οποία είχαν αποφανθεί όλες οι προηγούμενες διεθνείς συμφωνίες (η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, οι Ιταλοτουρκικές Συμφωνίες του 1932 και η Συνθήκη των Παρισίων του 1947)», επισημαίνει ο πρώην πρέσβης της Βρετανίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η θέση της Ελλάδας είναι απλή και, από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, συνεπής. Η Ελλάδα επιζητά σταθερότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και θεωρεί τη διεθνή έννομη τάξη ως εγγυητή της. Όλα τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες) είναι ελληνικά και έχουν μεγάλο πληθυσμό: λίγο περισσότερο από μισό εκατομμύριο άτομα. Ο σεβασμός των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών που στηρίζουν αυτόν τον διακανονισμό είναι, κατά συνέπεια, απαραίτητος στα ελληνικά μάτια».
Στο πλαίσιο αυτό -όπως τονίζεται- η ανησυχία των Ελλήνων για την εθνικιστική ρητορική του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάνης, είναι απολύτως δικαιολογημένη και θα έπρεπε να προκαλεί γενική αντίδραση, πολύ πέρα από τις ελληνικές ακτές.
Οπως τονίζει ο Κίτμερ, οι νομικές διαδικασίες περιπλέκουν το ζήτημα, καθώς οι εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο από τη δεκαετία του 1950 έχουν δημιουργήσει νέα κυριαρχικά δικαιώματα, που επικαλύπτουν προηγούμενες συμφωνίες, την ώρα που η Τουρκία έχει αρνηθεί να επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982.
«Το αίτημα της Ελλάδας είναι σαφές», όπως σημειώνει ο Κίτμερ. «Πάνω απ’ όλα, επιθυμεί διαπραγμάτευση με την Τουρκία, με βασική προϋπόθεση ότι θα υπάρχει εκ των προτέρων συμφωνία μεταξύ των δύο μερών ότι θα καταφύγουν στη διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε αδιέξοδο». Και η διαιτησία -όπως τονίζεται- «θα είναι κατά πάσα πιθανότητα απαραίτητη, αφού είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Έλληνες ή οι Τούρκοι πολιτικοί θα δεχτούν τους απαραίτητους συμβιβασμούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμφωνία».
Αναφερόμενος σε παλαιότερες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου ο Κίτμερ υπογραμμίζει πως αυτές υποδεικνύουν ότι η πιθανή λύση δεν θα περιλαμβάνει όλα τα «θέλω» και των δύο πλευρών, αλλά δεδομένης της απόρριψης από την Άγκυρα της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου,« η εκ των προτέρων συμφωνία για προσφυγή στη διαιτησία είναι θεμελιώδους σημασίας». Παράλληλα, η Ελλάδα έχει διαμηνύσει πως δεν θα ξεκινήσεις διαπραγματεύσεις υπό το καθεστώς απειλών, έμπρακτων και ρητορικών.
Οπως υπενθυμίζει ο Βρετανός διπλωμάτης, «από το 2002 έχουν διεξαχθεί 60 γύροι διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών χωρίς αποτέλεσμα» ωστόσο -σύμφωνα με τον ίδιο- το πιο δύσκολο θέμα στην ατζέντα δεν θα είναι συμφωνία για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ αποτελούν βασικά ζητήματα, αλλά η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια, κίνηση που θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα κατέχει το 71,5% του Αιγαίου. Ταυτόχρονα, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να βάλουν ένα τέλος στις τουρκικές αναφορές για «γκρίζες ζώνες» στην περιοχή.
Ο Κίτμερ αναφέρθηκε και στην εξοπλιστική «κούρσα», την οποία τροφοδοτούν οι συνεχιζόμενες προκλήσεις της Αγκυρας και οι φόβοι για περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων.
Την ίδια ώρα, ο πρώην πρέσβης σημειώνει πως η Ε.Ε. οφείλει να υποστηρίξει σαφώς την επιθυμία της Ελλάδας να επιλύσει την κρίση σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες του διεθνούς δικαίου και παράλληλα θα πρέπει να δημιουργηθεί μία νέα στρατηγική σχέση μεταξύ των Βρυξελλών και της Τουρκίας, η οποία δεν θα ορίζεται μόνο από τα εμπορικά συμφέροντα, αλλά θα περιλαμβάνει τα ζητήματα της μετανάστευσης και της ασφάλειας.
«Εν αναμονή των αμερικανικών εκλογών ο χρόνος ίσως να είναι με το μέρος της Ελλάδας», καταλήγει στο άρθρο του.
Πηγή: kathimerini.gr
Comments