ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΔΟΥΛΑΒΕΡΑΣ
Στόχος της εισήγησής μου(Ημερίδες Κορινθιακής Λαογραφίας 1999) είναι να ασχοληθώ με μια παροιμία της ορεινής Κορινθίας, να δώσω δηλαδή την εξήγησή της και να εξετάσω αν υπάρχουν άλλες όμοιες ή παρόμοιες νεοελληνικές παροιμίες είτε ως προς τη μορφή ή τη δομή είτε ως προς το περιεχόμενο.
Η παραπάνω παροιμία(1), όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, έχει τοπικό χαρακτήρα. Βέβαια, όλες οι παροιμίες έχουν το στοιχείο της τοπικότητας, αφού είναι προϊόντα των συγκεκριμένων κοινωνικών, οικονομικών και λοιπών δεδομένων της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Μερικές φορές και μόνο η γλωσσική διατύπωση μιας παροιμίας προδίδει και την καταγωγή της. Στην παροιμία, όμως, που εξετάζουμε, έχουμε εσωτερικά δηλωτικά στοιχεία της τοπικής καταγωγής της(2): Είναι οι λέξεις Λούζι και Σαϊτάς.
Το Λούζι(3) Φενεού είναι οικισμός έξω από το χωριό “Αρχαία Φενεός”, που βρίσκεται στους πρόποδες του Σαϊτά.
Ο Σαϊτάς(4) (το αρχαίο όνομά του είναι Όρυξις) είναι βουνό στα σύνορα των Νομών Αρκαδίας, Κορινθίας και Αχαΐας.
Τι ήταν όμως εκείνο που οδήγησε τη λαϊκή θυμοσοφία στη χρησιμοποίηση της παροιμίας αυτής;
Τοπωνύμια στην περιοχή του Φενεού υπάρχουν πολλά. Γιατί χρησιμοποιήθηκαν τα συγκεκριμένα;
Όσοι έχουν ζήσει στο Φενεό, θα γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη περιοχή αποτελούσε μετεωρολογική ένδειξη για τους κατοίκους. Αν έβλεπαν σύννεφα πάνω από τον Σαϊτά, ήταν σίγουρο ότι θα βρέξει στην περιοχή. Ήταν ένα οικείο και αβίαστο συμπέρασμα γι’ αυτούς. Συνεπώς, σε πρώτο επίπεδο, κυριολεκτικό, θα λέγαμε, ο λαϊκός άνθρωπος ξεκίνησε από την παρατήρηση συγκεκριμένων καιρικών φαινομένων. Διαπίστωνε δηλαδή ότι και στα δυο αυτά μέρη, αν και ήταν τόσο κοντά, υπήρχε πλήρης διαφοροποίηση ως προς την παραγωγή καιρικών φαινομένων.
Σε δεύτερο επίπεδο, το μεταφορικό, η παροιμία αυτή λέγεται γι’ αυτούς, οι οποίοι δεν προσέχουν τα λόγια μας ή προσποιούνται άγνοια ή αδιαφορία, σαν να πρόκειται για κάποιο πράγμα ανάξιο λόγου, όπως είναι η βροχή και το χιόνι σε ένα μακρινό τόπο. Π.χ. ο Γιώργος του μιλούσε έντονα. Αυτός, όμως, στου Λούζι βρέχει και στου Σαϊτά χιονίζει.
Ας εξετάσουμε όμως διάφορες ομόθεμες νεοελληνικές παροιμίες να δούμε τις διαφορές ή τις ομοιότητες στη μορφή ή στο περιεχόμενο με την υπό εξέταση παροιμία.
Ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) αναφέρει την παρακάτω παροιμία:
Στου Μανταμάδου βρέχει
και στ’ Αϊβαλί βροντά(5).
Ο Μανταμάδος είναι κωμόπολη, έδρα ομώνυμης κοινότητας, της επαρχίας Μυτιλήνης, στη Νήσο Λέσβο, με 2.492 κατοίκους στην απογραφή του 1961. Το Αϊβαλί είναι χωριό στα Μικρασιατικά παράλια, απέναντι από τη Λέσβο.
Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, η δομή της παροιμίας αυτής σε σύγκριση με τη δική μας, είναι η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι στην ύπαρξη δυο χωριών στην πρώτη, ενώ στη δεύτερη, ενός οικισμού και ενός βουνού. Διαφοροποιείται, επίσης, το δεύτερο ρήμα: αντί χιονίζει γίνεται βροντά.
Μια άλλη όμοια παροιμία είναι η παρακάτω:
Πέρα βρέχει
και στ’ Αϊβαλί βροντά(6).
Στην παροιμία αυτή το πρώτο μέρος δίνεται αόριστα, χωρίς συγκεκριμένο τοπικό προσδιορισμό, ενώ το δεύτερο μέρος συγκεκριμενοποιείται.
Κοντά σ’ αυτές αναφέρω και μια άλλη παροιμία:
Βρέχει λάδι στην Κορώνη
και στην Καλαμάτα σύκα(7).
Η ερμηνεία που δίνει ο Νικ. Πολίτης είναι η εξής: Λέγεται εsς δήλωσιν παντελούς αδιαφορίας περί τινος πράγματος.
Υπάρχει, όμως, και μια παροιμία που περιορίζεται μόνο στο πρώτο μέρος:
Στην Πάρο βρέχει(8).
Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα πρέπει να θεωρήσουμε ως πρωταρχικό, δομικό στοιχείο τους, την παροιμία
Πέρα βρέχει(9).
Η μορφή αυτή της παροιμίας απαντά στη Συλλογή των Παροιμιών του Ι. Βενιζέλου, που δημοσιεύτηκε το 1846. Η ερμηνεία που της δίνει είναι η εξής:
(Λέγεται) πρός τούς μή θέλοντας Aπαντήσαι εις ότι δέν συμφέρει αυτοίς.
Την ίδια παροιμία συμπεριλαμβάνει στις “Παροιμίες” του και ο Ν. Πολίτης (1901) τ. Γ΄, με παραλλαγές:
α. Πέρα βρέχει(10)
β. Αλλού βρέχει(11)
γ. Στα πέρα βρέχει(12)
δ. Πέρα βρέχει,(13)
αλλού χειμάζει.
Η ερμηνεία που δίνει είναι η εξής:
’Επί των απροσεκτούντων ή προσποιουμένων άγνοια ή Aδιαφορίαν, ωσεί επρόκειτο περί πράγματος αναξίου λόγου, οίον _ ή εν μακρινώ¨ τόπω βροχή(14).
Η ίδια παροιμία απαντά και σε νεότερες συλλογές:
1. Στη συλλογή του Παν. Ι. Παναγούλια, με την εξής ερμηνεία: “Λέγεται, όταν κανείς αδιαφορεί για ό,τι κακό συμβαίνει γύρω του. Παράδειγμα: Όλος ο κόσμος ρωτάει να μάθει για την πυρκαϊά, αλλά για τον Στάθη πέρα βρέχει”(15).
2. Στη συλλογή Κ. Σακελλαρίδη, με την εξήγηση ότι “Λέγεται για κάποιον που δείχνει πλήρη αδιαφορία”(16).
3. Στη συλλογή Ιω. Αρβανίτη, με την εξής ερμηνεία: “Όταν αδιαφορεί κανείς για ζητήματα ζωτικά ή γιατί υποτιμάει τη σημασία τους ή γιατί δεν τον πιέζουν άμεσα. Επίσης, για τον εγωιστή, που ούτε που σκοτίζεται καν για τις υποχρεώσεις του προς τους άλλους. Τι τον νοιάζει αν βρέχονται μακριά άλλοι, αφού αυτός δεν βρέχεται”(17).
4. Στη συλλογή παροιμιών που κάνουν οι Π. Δορμπαράκης και Κασσιανή Πανουτσοπούλου, στο βιβλίο τους “Η Περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας” σημειώνεται η παροιμία “Πέρα βρέχει”(18), με το γενικό τίτλο: “Εκφράσεις με αλληγορική σημασία”.
5. Τέλος, στη συλλογή Παροιμιών του Δημητρίου Π. Πασχάλη, που πρόσφατα εκδόθηκε, αναφέρεται απλώς η παροιμία “Πέρα βρέχει”(19), χωρίς ερμηνευτικά σχόλια.
Επανέρχομαι στη θέση που παρουσίασα πιο πριν, ότι δηλαδή το βασικό δομικό σχήμα σε όλες τις παραλλαγές που ανέφερα είναι η παροιμία: πέρα βρέχει. Αυτή, προφανώς, κατά τόπους δέχτηκε τροποποιήσεις ή επαυξήσεις (πλατυσμούς). Δεν είναι ανάγκη ένας τόπος να την πήρε από άλλον. Μερικές φορές συναντάμε όμοιες παροιμίες, όχι μόνο στο ίδιο κράτος, αλλά σε διαφορετικά και μακρινά μεταξύ τους κράτη. Οι κοινές παροιμίες είναι αποτέλεσμα των κοινών βιοτικών εμπειριών και εμπνεύσεων(20).
Επιστρέφω τώρα στην αρχική μου παροιμία:
Στου Λούζι βρέχει
και στου Σαϊτά χιονίζει.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς προέκυψε το δεύτερο μέρος της παροιμίας, αφού άλλωστε συχνή είναι η χρήση της με το πρώτο της μέρος:
Στου Λούζι βρέχει.
Πρόκειται για μια επαύξηση της αρχικής παροιμίας με κάτι γνωστό, οικείο και κοντινό, όπως είναι ο Σαϊτάς;
Ή μήπως πρόκειται για αρχική διαλογική παροιμία, που ενιαιοποιήθηκε; Ένα πρόσωπο δηλαδή εκφράζει το πρώτο μέρος της παροιμίας, θέλοντας να επιτιμήσει κάποιον για την αδιαφορία του. Π.χ. εγώ σου μιλάω, εσύ στο Λούζι βρέχει.
Ο άλλος τότε, για να δικαιολογηθεί ή να διαμαρτυρηθεί ή να επιβεβαιώσει τη διαφωνία, απαντά:
…και στου Σαϊτά χιονίζει.
Αυτός ο διάλογος πιθανότατα να ενιαιοποιήθηκε με το χρόνο και να έδωσε την πλήρη μορφή στην παροιμία αυτή. Ανάλογη περίπτωση έχουμε με τη διαλογική παροιμία:
– Γειά σου, Γιάννη.
– Κουκιά σπέρνω.
Εκείνο που πρέπει να σημειώσω είναι ότι η παροιμία αυτή χρησιμοποιείται όχι μόνο στην ορεινή Κορινθία, περιοχή Φενεού – Στυμφαλίας, αλλά και σε όλη την Κορινθία και λέγεται σε πλήθος περιπτώσεων, αφού ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των παροιμιών είναι η προσαρμογή στις νέες καταστάσεις και νέα δεδομένα(21), χωρίς να αλλάξουν τη μορφή τους. Αν σκεφτούμε ότι δεν γεννιώνται πλέον νέες παροιμίες, αφού εξέλειπαν οι ιδιαίτερες συνθήκες που τις δημιούργησαν, παρά ελάχιστες παροιμιακές εκφράσεις, αποτέλεσμα κυρίως του τεχνολογικού πολιτισμού μας: όπως: μου έδωσε το πράσινο φως, χάσαμε το λεωφορείο, μου βγήκε με κόκκινο κλπ. ή διάφορα σλόγκαν, καταλαβαίνουμε τη δύναμη προσαρμογής που έχουν οι παραδοσιακές παροιμίες, καθώς βλέπουμε να εκφράζουν και τις πιο απρόβλεπτες καταστάσεις. Τώρα, λ.χ., με την τραγική εξέλιξη της υπόθεσης Οτσαλάν διαβάσαμε στις εφημερίδες πολλές παροιμίες, όπως:
– Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα (Έθνος)(22).
– Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες (Εξουσία)(23).
Οι επικρίσεις της κας Ντιλάν σχολιάστηκαν με την παροιμία:
– Εκεί που μας χρωστούσαν, μας πήραν και το βόδι! (Εξουσία)(24).
Η αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης μετά το τραγικό συμβάν στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των Κούρδων σχολιάστηκε με την παροιμία:
Να σε κάψω Γιάννη,
να σ’ αλείψω λάδι (Ελευθεροτυπία)(25).
Στα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα(26) είναι φανερή η δύναμη της παροιμίας να προσαρμόζεται “φορετή” σε νέα δεδομένα και να εκφράζει νέες καταστάσεις, που ούτε θα μπορούσε να φανταστεί ο λαϊκός άνθρωπος, στην πρώτη διατύπωσή της.
Οι παροιμίες είναι ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια της φιλολογικής μας λαογραφίας. Αξίζουν την προσοχή και το ενδιαφέρον μας. Ιδιαίτερα πρέπει να φροντίσουμε για την καταγραφή και τη μελέτη τους. Είναι ένα χρέος προς τις γενιές που έφυγαν αλλά και προς τις γενιές που θα έρθουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ευχαριστώ τον Καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή για τη βοήθειά του στο χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης έκφρασης ως παροιμίας. Βλ. σχετικά: Μ.Γ. Μερακλή, Παροιμίες, Ελληνικές και των άλλων βαλκανικών λαών, Πατάκης, Αθήνα 1985, σσ. 9-15.
2. Αριστείδη Ν. Δουλαβέρα (Εισαγωγή – Επιμέλεια), Η Παροιμιολογική και παροιμιογραφική Εργογραφία του Δημητρίου Λουκάτου, Εκδ. Πορεία, Αθήνα 1994, σ. 207. “Ιδιαίτερα όμως θα θεωρηθεί “τοπική” μια παροιμία, όταν αναφέρεται σε τοπωνύμια, σε ιστορίες και σε τρόπους ζωής απόλυτα γηγενή”.
3. Μιχ. Σ. Κορδώση, Συμβολή στην Ιστορία και Τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους Μέσους Χρόνους, Διδακτορική Διατριβή, Βιβλιοπωλείο Καραβία, Αθήνα 1981, σ. 309.
4. Μιχ. Σ. Κορδώση, ό.π., σ. 329.
5. Νικολάου Πολίτου, Μελέται περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού λαού, Παροιμίαι, τ. Γ΄, Αθήνα 1901, Φωτοτ. Ανατύπωση από τις εκδ. “ΕΡΓΑΝΗ” 1965, σελ. 258, αρ. 53.
6. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 257, 48.
7. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 248, 17α.
8. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 257, 52.
9. Ι. Βενιζέλου, Παροιμίαι δημώδεις, Ανατ. της Α΄ και Β΄ έκδοσης (1846 και 1867) από τις εκδόσεις “Επικαιρότητα”, Αθήνα χ.χ., σ. 252, αρ. 78.
10. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 256, 47.
11. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 245, 4.
12. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 257, 51.
13. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 257, 47α.
14. Νικολάου Πολίτου, ό.π., Γ΄, 256, 47.
15. Παν. Ι. Παναγούλια, Παροιμίες του λαού μας, Εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σ. 137, αρ. 17.
16. Κώστα Οδ. Σακελλαρίδη, Παροιμίες και Φράσεις από τη Νίσυρο, Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, Αθήνα 1983, σ. 71, αρ. 393.
17. Ιωάννη Μ. Αρβανίτη, Από τις πηγές του λαού μας. Τα μνημεία του λόγου. Παροιμίες, τ. Β΄, Αθήνα 1988, σ. 49.
18. Π.Χ. Δορμπαράκη – Κασ. Πανουτσοπούλου, Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας. Ιστορία – Λαογραφία – Γλώσσα. Εκδ. Συλλόγου Ευρωστινίων – Gutenberg, Αθήνα 1992, σ. 383.
19. Δημητρίου Π. Πασχάλη, Παροιμίαι και παροιμιώδεις φράσεις του λαού της νήσου Άνδρου. Εισαγωγή – Επιμέλεια: Μ.Γ. Βαρβούνη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1996, σ. 140, αρ. 805.
20. Αριστείδη Ν. Δουλαβέρα, Εργογραφία… Δ.Σ. Λουκάτου, ό.π., σ. 501.
21. Αριστείδη Ν. Δουλαβέρα, Εργογραφία… Δ.Σ. Λουκάτου, ό.π., σ. 505.
22. Εφημ. “Έθνος”, της 28-2-99, σελ. 18.
23. Εφημ. “Εξουσία”, της 1-3-99, σελ. 1, στο κύριο άρθρο.
24. Εφημ. “Εξουσία”, της 1-3-99, σελ. 1 (δίπλα στον τίτλο).
25. Εφημ. “Ελευθεροτυπία”, της 1-3-99.
26. Αριστείδη Ν. Δουλαβέρα, Εργογραφία… Δ.Σ. Λουκάτου, ό.π., σελ. 505.
Comments