Στον Αη-Γιώργη του “Φονιά”
Φρανσουά Πουκεβίλ
Μετάφραση από τα Γαλλικά σε ελεύθερη απόδοση: Σοφία Λύτινα-Μιχοπούλου.
Σ.Σ. Ο Φρανσουά-Σάρλ-Υγκ-Λωράν Πουκεβίλ όπως είναι το πλήρες όνομα του (1770-1888) Γάλλος ιερωμένος που αποσχηματίστηκε και μετά έγινε γιατρός, ύστερα από αιχμαλωσία και φυλακίσεις που υπέστη, διορίστηκε από τον Ναπολέοντα διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Άλή Πασά των Ιωαννίνων, για να βρεθεί το 1815-1816 πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Την περίοδο εκείνη περιηγήθηκε την Πελοπόννησο και στις αρχές φθινοπώρου του 1816 πέρασε από τη Στυμφαλία και το Φενεό.
Το 1820 εκδίδεται στο Παρίσι το πεντάτομο έργο του “Ταξίδι στην Ελλάδα” (Voyage dans la Grece), ο πέμπτος τόμος του οποίου αναφέρεται στην Πελοπόννησο, όπου με συναρπαστικό ύφος παρουσιάζει, ιστορικά, αρχαιολογικά, οικονομικά, στατιστικά και άλλα στοιχεία και καταγράφει εικόνες της ελληνικής ζωής, ήθη, έθιμα ακόμη και δημοτικά τραγούδια των τόπων που επισκέφθηκε. Από την αφήγηση του για το Φενεό παραθέτουμε εδώ μικρά αποσπάσματα που αναφέρονται κυρίως στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου όπου φιλοξενήθηκε για ένα βράδυ και την επομένη αναχώρησε για τα Καλάβρυτα. Να σημειωθεί ότι σε όσα γράφει για την περιοχή υπάρχουν πολλές ανακρίβειες, ίσως από εσφαλμένες πληροφορίες που πήρε, αλλά αυτό δε μειώνει την αξία της περιγραφής του. Στο γαλλικό κείμενο υπάρχουν πολλές υποσημειώσεις οι οποίες δεν καταχωρούνται εδώ.
Περνώντας από το διάσελο της Καστανιάς δεν αργήσαμε να φθάσουμε στην κοιλάδα του Φονιά. Τη γη που καλύπτεται από αμπέλια τη διασχίζουν αρκετά μονοπάτια. Εμείς βαδίσαμε δυτικά για να φθάσουμε στη Ζαρούχλα ένα κεφαλοχώρι μέσα σε καταπράσινο δάσος (εννοεί το χωριό Αρχαία Φενεός, πρώην Καλύβια που τότε λεγόταν Ζαρουχλέϊκα Καλύβια). Ήταν εποχή του τρύγου που εδώ στα ορεινά γίνεται όψιμα και οι κάτοικοι γιόρταζαν το γεγονός. Στο δρόμο, για αρκετό διάστημα, συναντούσαμε παρέες χωρικών που μετέφεραν με τα ζώα τους φορτωμένα κοφίνια με σταφύλια ή ασκιά με μούστο (…)
Μέσα σ’ αυτές τις συνοδείες υπήρχαν και μερικές πολύ όμορφες και γοητευτικές γυναίκες. Από τα μεγάλα γαλανά και ντροπαλά μάτια τους και από τις περίτεχνες ξανθές πλεξούδες των μαλλιών τους, καταλάβαινες ότι δεν ανήκαν στη συνοδεία του γιου της Σεμέλης (του Διονύσου). Βάδιζαν γνέθοντας ενώ ακούγονταν τα μελαγχολικά τραγούδια τους που ο απόηχος τους έσβηνε σιγά-σιγά καθώς πλησιάζαμε στα πατητήρια, όπου όλη η οικογένεια πατούσε ξυπόλυτη τα χρυσά τσαμπιά. Μερικές Φενεάτισσες παραμέριζαν από το δρόμο μας, από ντροπή, ενώ μερικές άλλες, για να μας δείξουν ότι ήσαν χριστιανές, μας χαιρετούσαν κάνοντας το Σταυρό τους. Καθώς πλησιάζαμε στην όχθη του ποταμού Αροάνιου, μας περικύκλωσε μια παρέα ροδομάγουλων νεαρών που μας ρωτούσαν από που ερχόμαστε, τι άνθρωποι είμαστε και τι γυρεύουμε στον τόπο τους, αλλά δεν τους απαντήσαμε (…)
Με μια ματιά που ρίξαμε γύρω μας είδαμε στη βάση των βουνών του οροπεδίου τα ίχνη που σχημάτισαν τα νερά της λίμνης που τα περιγράφει και ο Παυσανίας.
Σε λίγο φθάσαμε στο χωριό Ζαρούχλα. Τα τριακόσια και πλέον σπίτια του ανάμεσα σε φτελιές, μουριές, οπωροφόρα δέντρα και περιποιημένα περιβόλια, μου έδωσαν την εντύπωση ενός παραδεισένιου τόπου. Τριακόσια μέτρα δυτικά του χωριού, πάνω σε ένα κωνικό λόφο με ισιωμένη την κορυφή του διέκρινα τα ερείπια της αρχαίας πόλεως του Φενεού.
Σε μικρή απόσταση από εκεί αφήσαμε δεξιά μας τα χαλάσματα της παλαιάς μονής του Αγίου Γεωργίου που αργότερα είχε μεταφερθεί σε ψηλότερο μέρος. Σε λίγο φτάσαμε στο νέο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που έμοιαζε σα να είχε κρυφτεί μέσα σ’ ένα δάσος από πλατάνια και καστανιές (…)
Βρήκαμε τον ηγούμενο όρθιο στην αυλή να ακουμπά στην ιερατική του ράβδο, τριγυρισμένο από μοναχούς που μόλις είχαν επιστρέψει από τις γεωργικές εργασίες τους. Έψελναν τον εσπερινό. Ο ηγούμενος με τη ζωηρή φωνή του ήθελε να επικαλεσθεί την επουράνια ευλογία και παρακαλούσε το Θεό να διώχνει μακρυά από το κοινόβιο τους, τους πειρασμούς και τα κακά πνεύματα. Ο αρχοντάρης μοναχός, που του είχαν αναθέσει να μας υποδεχθεί, μας οδήγησε στο ναό της μονής, μια εκκλησία στολισμένη με ασημένια ή επίχρυσα πολυκάντηλα, πολυελαίους και λυχνάρια και με τάματα που τα πρόσφεραν στον Άγιο κάποιοι από τους πιστούς που επισκέπτονταν το μοναστήρι.
Ο ηγούμενος μας παραχώρησε ένα άνετο κελί για να μείνουμε κι εμείς ανάψαμε φωτιά, γιατί σ’ εκείνα τα ορεινά μέρη το κρύο είχε αρχίσει ήδη να γίνεται αισθητό. Αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο βγήκα έξω, συνοδευόμενος από ένα μοναχό για να με κατατοπίσει για ό,τι θα έβλεπα. Ήθελα να προλάβω, πριν δύσει ο ήλιος, να αποτυπώσω τον ορίζοντα των γύρω βουνών. Χρησιμοποιώντας την πυξίδα μου κατέγραψα την ακριβή θέση του διάσελου της Καστανιάς στο Γερόντειο όρος που είχα ήδη εξερευνήσει τη βόρεια πλευρά του από τη μεριά της Στυμφαλίας και προσδιόρισα τις τομές του. Ο μοναχός που μου έλεγε τις ονομασίες των τοποθεσιών που κατέγραφα με πληροφόρησε ότι στο διάσελο της Καστανιάς το χιόνι κρατάει όλο το χρόνο και καθώς είναι παγωμένο το κόβουν σε κομμάτια και το πηγαίνουν στο Άργος και στην Τρίπολη. Κατάφερα να σχεδιάσω τις βουνοκορφές της οροσειράς του Φενεού. Στον αυχένα του όρους Κράθις κατέγραψα το διάσελο της Ζαρούχλας και απεικόνισα τις δυτικές οροσειρές που φτάνουν μέχρι το Χελμό, στον αυχένα που λέγεται διάσελο του Κυνηγού. Τέλος, πάνω σ’ ένα βουνό που υψώνεται κατακόρυφα, τη Δουρδουβάνα, μπόρεσα να προσδιορίσω τη θέση του κυκλώπειου τείχους της ακρόπολης των Καφυών (…)
Οι σημερινοί Φενεάτες έχουν εγκατασταθεί σε δώδεκα χωριά, από τα οποία σπουδαιότερα είναι: ο Φονιάς βορειοανατολικά της μονής του Αγίου Γεωργίου, Ζαρούχλα, Καρυά και Γκούρα στα οποία αναφέρθηκα ήδη και Ρωμαίικος Ταρσός Γκιόζα, Συβίστα και Άμιλος που θα περιγράψω στη συνέχεια. Ο πληθυσμός του Φενεού, αν προστεθεί και εκείνος των τεσσάρων Ζευγολατιών, φτάνει τις οχτακόσιες τριάντα χριστιανικές οικογένειες, που σημαίνει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι είναι περίπου τέσσερις χιλιάδες εκατόν πενήντα. Είτε είναι γεωργοί είτε κτηνοτρόφοι ζουν όλοι στην εποχή της Ρέας.
Ώσπου να ετοιμασθεί το δείπνο, εγώ επισκέφθηκα τα κελιά. Ένας από τους υποτακτικούς ήρθε να μου πουλήσει ένα ορειχάλκινο νόμισμα που στη μία όψη εικονιζόταν η κεφαλή του Απόλλωνα ή του Ιππίου Ποσειδώνα, προς τιμήν του οποίου ο Οδυσσέας είχε χτίσει ναό στο Φενεό, όπου με τη βοήθεια του βρήκε εδώ τις φοράδες του που είχε χάσει. Στην άλλη όψη εικονιζόταν άλογο στη βοσκή και η λέξη ΦΕΝΕΩΝ.
Η βραδυά μας πέρασε ακούγοντας τους μοναχούς να μας ιστορούν βίους Αγίων και θαύματα και να μιλούν για βρικόλακες που τις νύχτες τριγυρίζουν στη λίμνη του Ζαρακά. Ένας μάλιστα από αυτούς, ο μοναχός Κωνσταντίνος που εκείνη την ημέρα έτυχε να λείπει, έλεγε ότι τους έχει δει στη ζωή του εκατό φορές και πολύ συχνά τους άκουγε να φωνάζουν. Αν ήταν απόψε εδώ θα μας διηγόταν εξωφρενικά πράγματα.
Οι μοναχοί μιλώντας γι’ αυτά, έκλειναν πόρτες και παράθυρα και στριμώχνονταν ο ένας πλάι στον άλλο, γιατί φοβόντουσαν τα κακά πνεύματα. Οι διηγήσεις των μοναχών τελείωσαν στις τρεις τη νύχτα γιατί εκείνη την ώρα επέστρεψε ο ηγούμενος ο οποίος, αφού προσκύνησε τις εικόνες των Αγίων και άναψε τα θυμιατήρια, κά.ι που συνήθιζε να κάνει κάθε βράδυ, μας ευλόγησε και αποσύρθηκε για να μας αφήσει ν κοιμηθούμε.
Την επομένη, μόλις άρχισε να χαράζει καβαλικέψαμε στ’ άλογα μας και ξεκινήσαμε για τα Καλάβρυτα. Ύστερα από μιας ώρας πορεία και μόλις είχαμε φθάσει στην περιοχή που υπάρχει δάσος από έλατα, άνοιξαν οι καταράχτες του ουρανού, και οι γύρω χείμαρροι φούσκωσαν και μας κύκλωσαν τα νερά. Οι αγωγιάτες μας, πότε βλαστημούσαν και πότε προσεύχονταν και παρακαλούσαν τους Αγίους να μας βοηθήσουν και καταριόσαν τους Φράγκους που ταξίδευαν με τέτοιον καιρό. Τα έβαζαν και με τους μοναχούς που μας είπαν ότι ο καιρός θα ήταν καλός και πολλές φορές μούτζωναν κατά το μοναστήρι και ταυτόχρονα ζητούσαν από τον Αη-Γιώργη να τους συγχωρέσει για την ασέβεια τους. Πέρασαν έτσι δυόμιση ώρες ώσπου να φτάσουμε στην κορυφή της Δουρδουβάνας, αλλά η ανεμοθύελλα ήταν τόσο σφοδρή ώστε δεν μπόρεσα να επισκεφθώ τα ερείπια του Κάστρου. Περνώντας από το διάσελο του Κυνηγού δεν είδα τίποτα άλλο από ένα ανεμοδαρμένο πέρασμα, αποκλεισμένο το χειμώνα από τα χιόνια, αλλά και για όλες τις εποχές επικίνδυνο, αφού εκεί κάνουν επιδρομές και οι λύκοι.(…)
Comments