Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας-είπε. Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα μ’ όλη τη σοφή σιωπή του, Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία, Μια παλιά στάμνα πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα. Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου, την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε τίποτα πιο θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη, μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα. Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του’ βαλε δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα κι έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ’ απόγευμα.
Comments