Στις 13 Νοεμβρίου 1838 σχεδὀν 70χρονος Κολοκοτρώνης µίλησε
στην Πνύκα προς τους µαθητές του Γυμνασίου της πρωτεύουσας. Η
κυβέρνηση, όταν ἐµαθε για τις προθέσεις του Γέρου, φοβήθηκε
μήπως απὀ τα λεγόμενά του ξεσηκωθεί ο κόσμος,
Έστειλε λοιπόν ένα απόσπασμα χωροφυλακής για να τον εμποδίσει, Δεν πρόλαβαν όμως και συνάντησαν τον Κολοκοτρώνη κατά την επιστροφή. “Άδικα θα πάτε”, τους φώναξε πειρακτικά. “Τα είπα, δεν θα με
βρείτε πια εκεί”
Στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το έθνος δεν θα τον ἐβρισκε πουθενά. Πουθενά
αλλού εκτός απὀ τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού.
Ποιες ήταν οι τελευταίες στιγµές του Γέρου
Λίγους µήνες πριν να κλείσει τα µάτια του, το ἐνστικτό του τον
ειδοποίησε πως το τέλος βρισκόταν κοντά. Περιόδευσε σε όλον τον
Μοριά. Παντού απὀ όπου περνούσε, φώναζε φίλους και εχθρούς και τους
αποχαιρετούσε δίνοντας και παίρνοντας συγχώρεση. Πέρασε ακόµα και
απὀ τις Σπέτσες και την Ύδρα και συμφιλιώθηκε µε τον Κουντουριώτη.
Συγχώρεσε και αυτόν ακόμῃ τον Σχινά, τον υπουργό Δικαιοσύνης που πίεζε για την καταδίκη του, την περίοδο της δίκης του. Όλους τους αποχαιρετούσε σαν να επρόκειτο να πραγματοποιήσει ένα μακρινό ταξίδι.την 1η Φεβρουαρίου 1839 Κολοκοτρώνης πάντρεψε τον γιό του Κολίνο µε την εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας, πρίγκηπα Ιωάννη Καρατζά. Ο γάμος αυτός ήταν από τα πιο σηµαντικά κοσμικά γεγονότα της πρωτεύουσας. Στο μυστήριο και στο γλέντι που επακολούθησε παραβρέθηκαν όλοι οι επίσηµοι, καθώς και αντιπροσωπείες από όλες τις ξένες πρεσβείες.
Ο Γέρος του Μοριά ζούσε µία απὀ τις πιο ευτυχισμένες στιγµές της ζωής του και διασκέδασε µε απίστευτη ζωτικότητα.

Δύο ηµέρες αργότερα παραβρέθηκε στον μεγάλο χορό του παλατιού, όπου παρουσιάστηκε και πάλι πολύ ευδιάθετος.
Κάποια στιγµή παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει τους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς.
Τα δημοτικά τραγούδια αντήχησαν στα σαλόνια του παλατιού. Ο Γέρος µε ευθυµία προσκαλούσε τις κυρίες των τιμών να χορέψουν µαζί του. Στην χάριν αστεϊσμού παρατήρηση του Αναγνώστη Δεληγιάννη ότι
ήπιε λίγο παραπάνω απάντησε ότι ήθελε να γλεντήσει τις τελευταίες του στιγμές. Γύρω στα μεσάνυχτα, επέστρεψε στο σπίτι του. Με το που ξάπλωσε στο κρεβάτι του, υπέστη εγκεφαλική συμφόρηση. Στις τρεις το πρωί η
σύντροφός του κατάλαβε ότι ο Γέρος δεν ήταν καλά. Ειδοποιήθηκαν αµέσως οι καλύτεροι γιατροί της εποχής Γλαράκης, Ρέζερ και Οικονόμου.
Έπραξαν το ανθρωπίνως δυνατό. Τον φλεβοτόμησαν, του τοποθέτησαν βδέλλες, χιόνι στο κεφάλι, μάταια όμως.
Εν τω μεταξύ ειδοποιηµένοι, βρέθηκαν κοντά του τα παιδιά του, οι συγγενείς, οι φίλοι του και πολλοί απὀ τους παλαιούς συμπολεμιστές του. Όμως, η φήμη ότι ο Γέρος ήταν άρρωστος διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την πρωτεύουσα. Ανάστατοι οι πολίτες έκλειναν τα καταστήματά τους, άφηναν τις εργασίες τους και έτρεχαν στο
σπίτι του. Δεν πίστευαν ότι ο ἠρωας των ηρώων της Επανάστασης ήταν δυνατόν να”φύγει” από κοντά τους.
Γύρω στις 11 το πρωί η καρδιά του Κολοκοτρώνη σταμάτησε να χτυπά. Τα τελευταία του λόγια ήταν προς τον γιό του το Γενναίο.
Μέσα σε έναν σπαρακτικό θρήνο, του φόρεσαν τη στολή του στρατηγού και τα τσαρούχια του, τον έζωσαν µε το σπαθί µε το οποίο ξεκίνησε τον Αγώνα, τοποθέτησαν µια τουρκική σηµαία στα πόδια του να την πατάει συμβολικά και τον έβαλαν στο φέρετρο. Μέσα σε αυτό τοποθέτησαν επίσης την περικεφαλαία και τη στολή που φορούσε ο Γέρος στα Επτάνησα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διέκοψε την προγραμματισμένη συνεδρίασή του και το Σώµα έσπευσε στο σπίτι του νεκρού για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του. Το υπουργικό συμβούλιο καθόρισε το
πρόγραµµα της κηδείας και διέταξε τριήμερο εθνικό πένθος. Η νεκρώσιμη πομπή διέσχισε τη σηµερινή οδό Ερμού, ἑστριψε στην Αιόλου και έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Το πλήθος που έσπευσε να αποχαιρετίσει τον Γέρο ήταν τεράστιο.
Όλα τα μάτια ήταν βουρκωμένα. Ο Κολίνος κάποια στιγµή λιποθύµησε, ο Γενναίος, παρά την αρχική του ψυχραιμία, δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς κατά τη διάρκεια του εμπνευσµένου λόγου του εκκλησιαστικού ρήτορα Οικονόμου εξ Οικονόµων. Ο τόσο γνώριµος ήχος των κανονιοβολισµών ήταν το τελευταίο “αντίο” προς τον Στρατηγό των Ελλήνων.

Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός
Comments