ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Παντελής Βούλγαρης μιλά για τις ταινίες του: “Τι μου είπε ο Σκορσέζε για τον Βέγγο”

0

«Με πήρε ο Τσαρούχης αγκαζέ, στη Θεσσαλονίκη, και περπατήσαμε από τον κινηματογράφο, όπου είχε δει το “Προξενιό της Αννας”, όλη την παραλία. “Να σου πω… Αυτός που ψέλνει στην αρχή της ταινίας ποιος είναι;” με ρωτάει. “Ο πατέρας μου”, του λέω. “Και πού ψέλνει;”. “Στον Αγιο Ελευθέριο, στο Πεδίο του Αρεως”. “Α, είμαι θαυμαστής του! Πάω και τον ακούω!”. Ηταν ο πατέρας μου ανάμεσα στους κορυφαίους ψάλτες που μαζεύονταν κάθε φορά στον εσπερινό της εκκλησίας που γιόρταζε. Μετά πλήρωνε η εκκλησία μια ταβέρνα και μαζεύονταν όλοι εκεί κι έπιαναν τα λαϊκά! Είχα κάνει κι ένα ντοκιμαντέρ, τους “Ψάλτες”, που δεν υπάρχει πια στην ΕΡΤ».

Ο «σκληρός δίσκος» του Παντελή Βούλγαρη πρέπει να είναι ειδικής παραγγελίας. Να χωράει τόσα πρόσωπα, τόσες αφηγήσεις, περιπλανήσεις, κυριολεκτικές και μεταφορικές, τόσες χειρονομίες, τόσα βλέμματα, ταξίδια…

Μετράει ήδη 57 χρόνια πίσω από την κάμερα (από το 1965 που πρωτοεμφανίστηκε με τη μικρού μήκους «Ο κλέφτης»), έχει καταγράψει ανθρώπους και μικρά ή μεγαλύτερα περιστατικά με τον τρόπο του σκηνοθέτη, εστιάζοντας σε ό,τι κάποιος άλλος μπορεί και να προσπερνούσε. «Την κάμερα στο ύψος των ανθρώπων: ίσια στο βάθος της ψυχής», το μότο του.

Φέτος τα αφιερώματα στο έργο του είναι πολλά και συγκινητικά. Ξεκινώντας από το πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και την τιμητική προβολή τού «Ολα είναι δρόμος», περνώντας στην Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης και αυτές τις ημέρες στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, όπου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη (από τις 8 του μηνός και έως τις 15) μεγάλη ρετροσπεκτίβα στο έργο του με 12 μεγάλου μήκους ταινίες και τέσσερις μικρού.

Ο Παντελής Βούλγαρης κάθεται απέναντί μου, στο σπίτι του στο Πολύδροσο Αμαρουσίου, στο γραφείο του, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ενώ έξω από το παράθυρο μάς παρακολουθεί επίμονα και ακούραστα μια από τις γάτες του. Εκείνος μιλάει, εγώ ακούω και καταγράφω χρονολογικά τις ταινίες του. «Τι του προσφέρει το αφιέρωμα» είναι η μία από τις δύο ερωτήσεις που του κάνω: «Ικανοποίηση και αυτογνωσία για μια μακρά διαδρομή στην οποία συνάντησα πάρα πολλούς ανθρώπους. Η γενιά μας σιγά σιγά αραιώνει… Εχουν φύγει ο Αγγελόπουλος, ο Παναγιωτόπουλος, ο Νικολαΐδης, η Μαρκετάκη, η Λιάππα, αλλά μένουμε ακόμη ο Περάκης, ο Πανουσόπουλος, ο Παπαστάθης… Ημασταν πολλοί εκείνη την εποχή, δουλέψαμε πολύ, κάτι καταφέραμε…».

1972: Το προξενιό της Αννας

«Οφείλεται στον Ντίνο Κατσουρίδη, τον πατέρα του ελληνικού σινεμά. Τον ονόμαζα “διανυκτερεύοντα κινηματογραφιστή”. Μπορούσες να του τηλεφωνήσεις οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου. Μου είπε: “Εχεις γράψει ένα διήγημα για ένα προξενιό. Θα το κάνουμε ταινία. Θα φωνάξουμε και τον Κουμανταρέα για το σενάριο”. Ετσι ξεκίνησε. Με σενάριο του Μένη και τη Φοίβη Αγγελοπούλου ως διευθύντρια παραγωγής.

»Θα σας διηγηθώ πώς βρέθηκαν τα έπιπλα για το σπίτι: Οποτε συναντούσα στον δρόμο ένα φίλο –ήταν κινηματογραφιστής αλλά δεν έκανε ταινίες–, τον Γιάννη Λαμπάκη, μου έλυνε πάντα ένα πρόβλημα. Στην πλατεία Βικτωρίας διασταυρωθήκαμε τυχαία και με πήρε επιτόπου με ταξί και πήγαμε στο Γκάζι σε ένα σπίτι ακατοίκητο, με έπιπλα που ταίριαζαν πολύ για την ταινία. “Πάρε τα όλα”, μου είπε. Ηταν το σπίτι της γιαγιάς του. Ετσι σκηνογραφήθηκε η ταινία».

1976: Χάππυ Νταίη

«Οταν επέστρεψα από την εξορία στη Γυάρο, σκέφτηκα να γράψω ένα σενάριο γι’ αυτήν την εμπειρία. Σκέφτηκα τη Μακρόνησο. Μου είπαν ότι πρέπει να πάω στο Λαύριο να ζητήσω άδεια από τον διοικητή της Χωροφυλακής για να πάω. Τον βρήκα στο λιμάνι να τρώει ντομάτες γεμιστές. Συστήθηκα ως σκηνοθέτης που έχει και ένα βραβείο του “Τζίμη του τίγρη” (πάντα το έλεγα αυτό!), με ρώτησε τι θέλω να κάνω στη Μακρόνησο, του απάντησα. “Δεν καταλαβαίνω”, μου είπε. Αν βρεις κανένα καΐκι πήγαινε… Και πήγα».

1985: Πέτρινα χρόνια

«Μέναμε στην Πεντέλη, είχαμε τα δύο παιδιά, κι ένα βράδυ η Ιωάννα (σ.σ. Καρυστιάνη) μου λέει την ιστορία του ζευγαριού, της Ελένης και του Μπάμπη Γκολέμα. Το πρωί ξύπνησα και είπα: “Ξεκινάμε την ταινία”. Πήγαμε, τους βρήκαμε, είχαν δύο μικρά παιδιά, τώρα ο γιος τους είναι από τους καλύτερους ζωγράφους, ο Μιλτιάδης Γκολέμας. Δίστασαν. “Δεν είμαστε οι μόνοι”, μας είπαν. “Μπορεί. Αλλά η ιστορία σας είναι αντιπροσωπευτική και μιλάτε για έναν ολόκληρο κόσμο”, επιμείναμε. Τους πείσαμε. Η Ιωάννα με ένα μαγνητόφωνο μιλούσε με την Ελένη κι εγώ με τον Μπάμπη. Με αυτό το υλικό, που έχω ακόμη, έγραψα το σενάριο. Το έδωσα στο Κέντρο, πήραμε τη χρηματοδότηση. Είναι η δεύτερη ταινία που γύρισα πρώτα το φινάλε. Η Μπαζάκα είναι σε ένα εγκαταλελειμμένο, άδειο διαμέρισμα με τον Καταλειφό και το παιδάκι τους. Κάθεται κάποια στιγμή στο πάτωμα, απλώνει κάποιες φωτογραφίες, και έτσι τελειώνει η ταινία. Ξεκίνησα από εκεί γιατί το διαμέρισμα μου το είχαν παραχωρήσει από το υπουργείο Πολιτισμού και μου είπαν ότι σε 10 μέρες μπαίνουν μέσα για να το ανακαινίσουν. Και ο Βενιζέλος γυρίστηκε έτσι. Πρώτα το τελευταίο πλάνο, γιατί ήταν έτοιμος από κοστούμια μόνο ο Βενιζέλος, ο Μηνάς Χρηστίδης. Αυτό μόνο στο σινεμά και στη λογοτεχνία μπορεί να συμβεί. Να ξεκινήσεις από το φινάλε. Θυμάμαι τον Τσίρκα που μου έλεγε για τις “Ακυβέρνητες πολιτείες” ότι ξεκίνησε από το τέλος. Το θυμάμαι».

1988: Η φανέλα με το 9

«Μου είπαν να δω στο Θέατρο Τέχνης έναν νεαρό ηθοποιό που έπαιζε στον “Ηχο του όπλου”. Πήγαμε μαζί με τον Καζάν, που είχε έρθει τότε στην Αθήνα. Το επόμενο πρωί ο Στράτος Τζώρτζογλου, που είχε μάθει για το ενδιαφέρον μου, έφθασε στο γραφείο μου σε 10 λεπτά ενώ έμενε στον Κορυδαλλό! Ο Καζάν μού έλεγε ότι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ξημεροβραδιαζόταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του για να τον δει και να τον πάρει στην ταινία του.

»Ερχεται ο Στράτος, λοιπόν, ωραίο παιδί, αλήτρα, τον ρωτάω αν ξέρει ποδόσφαιρο, “ναι”, μου λέει, πάμε απέναντι σε μια αλάνα να τον δοκιμάσω, δεν είχε ιδέα! Πήρα τηλέφωνο τον Δομάζο και τον Αντωνιάδη, πάμε στο γήπεδο, αρχίζουμε να παίζουμε μπάλα, καταλαβαίνουν κι εκείνοι ότι δεν ξέρει. Του είπα ότι θα τον γράψουμε σε μια ομάδα να κάνει εντατικά μαθήματα. Βρήκα και έναν ποδοσφαιριστή που είχε το σώμα του, από τον Ιωνικό. Ετσι, στα κοντινά, όταν έδειχνα την μπάλα στα πόδια του Στράτου, ήταν στη θέση του ο πραγματικός ποδοσφαιριστής».

1991: Ησυχες μέρες του Αυγούστου

«Οταν είδε ο Σκορσέζε την ταινία, μου είπε για τον Βέγγο: “Τι ωραία επιλογή που πήρες αυτόν τον άνθρωπο”. Αυτός, ένας μοναχικός που μετακινείται με το τρένο… Το τρένο ήταν για μένα σχολείο. Εμενα στο Μαρούσι και τα Σάββατα ή τις Κυριακές το νυχτερινό δρομολόγιο ήταν άδειο. Κι έβλεπες κάτι μελαγχολικές γυναίκες και άντρες… Τον βασάνισα λίγο τον Βέγγο στο γύρισμα… Είχε κάποια στοιχεία που επαναλάμβανε, όπως την κίνηση του κεφαλιού. Εγώ του τα έκοβα. Κι εκείνος μονολογούσε: “Κόβεις όλα τα βέγγικα, Παντελή! Θα την πληρώωωσειεις!…”».

1995: Ακροπόλ

«Πήγα στη Σόφια γιατί δεν έβρισκα εδώ διαθέσιμα θέατρα. Με ειδοποιούν ότι πρέπει να διαλέξω εκεί κομπάρσους. Φτάνω και έχει χιόνια. Παγωμένη η Σόφια. “Πού θα γίνει η συνάντηση;” ρωτάω. “Στο πάρκο”, μου απαντούν. Βλέπω συγκεντρωμένα γύρω στα 500 άτομα, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, με παλτά βαριά και γούνες. “Εδώ θα κάνουμε επιλογή; Ε, λοιπόν, μου κάνουν όλοι. Πάμε να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα!”.

»Είχαμε την αίσθηση ότι το “Ακροπόλ” θα σκίσει στα εισιτήρια. Ο Κατσουρίδης, να φανταστείς, που ήταν διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας και μου είχε δώσει και τα μηχανήματα, δεν θέλησε να πληρωθεί. Ζήτησε ποσοστά. Βγαίνει την πρώτη εβδομάδα και πηγαίνει χάλια…».

1998: Ολα είναι δρόμος

«Ενα απόγευμα που δεν είχα δουλειά, χτυπάει η πόρτα στο γραφείο μου και μπαίνει ένας κύριος. “Θέλω να σας εξομολογηθώ το εξής: Ο γιος μου είχε έρθει για κάστινγκ στη ‘Φανέλα με το 9’. Αυτοκτόνησε στη σκοπιά. Δεν έχω καμία εικόνα του. Αν τον έχετε φωτογραφίσει… Σας παρακαλώ πολύ…”. Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ. Πήγα στη Θεσσαλονίκη και το κουβάλαγα. Είναι η πρώτη ιστορία με τον Δημήτρη Καταλειφό».

«Να ξαναπεράσω την περιπέτεια μιας ταινίας; Δεν το αποκλείω…»

2004: Νύφες

«Εχει μεσολαβήσει η γνωριμία με τον Καζάν. Μας έχει φιλοξενήσει στο πρώτο ταξίδι μας στην Αμερική στο σπίτι του, έχει γίνει το αφιέρωμα στις ταινίες μου στο ΜοΜΑ. Εκείνος έκλεισε και το ραντεβού με τον Σκορσέζε. Εργασιομανής, δούλευε ατέλειωτες ώρες. Παρακολούθησε όλες τις ταινίες μου, με ρωτούσε, παρατηρούσε, σχολίαζε. Για τις “Νύφες” ο ίδιος πρότεινε να γράψει το σενάριο η Ιωάννα. Οταν είδε στα δοκιμαστικά τη Βικτώρια Χαραλαμπίδου, είπε: “Αυτή θα παίξει. Είναι απρόβλεπτη επιλογή, ασύμμετρη. Οι άλλες είναι φυσική επιλογή, αναμενόμενες”. Οι συνεργάτες μου ήταν πολύ διστακτικοί, τους προβλημάτιζαν τα δόντια της Βικτώριας». 
 
2009: Ψυχή βαθιά 

«Στις “Νύφες”, μαθαίνω από κάτι φίλους μου στην Καστοριά ότι υπάρχουν εγκαταλελειμμένα χωριά στον Γράμμο. Πάω ταξίδι εκεί και βλέπω πράγματι χωριά των σλαβόφωνων που έφυγαν με τον Εμφύλιο και δεν επέστρεψαν. Οταν έγραψα το σενάριο για την ταινία, οι παραγωγοί δίσταζαν για τον χώρο των γυρισμάτων. “Δεν αισθάνομαι σαν σκηνοθέτης, αλλά σαν μεσίτης”, έλεγα στην Ιωάννα. “Τους δείχνω τα μέρη και δεν αγοράζει κανείς!”. Δέχτηκε ο Γιάννης Ιακωβίδης, ο παραγωγός, που έχει κι αυτός μια τρέλα. Εφτιαξε μέχρι και χωματόδρομο για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο μέρος».
 
2013: Μικρά Αγγλία

«Ηταν ένα δώρο από την Ανδρο. Εχουμε σπίτι εκεί, χρόνια. Εγώ γενικώς με τα νησιά δεν έχω πολύ καλή σχέση. Παρότι κατάγομαι από τη Σάμο και τη Νάξο. Οι δικοί μου έφυγαν από νωρίς, δεν είχα δεσμούς. Δούλευα τα καλοκαίρια, στον Φίνο ως βοηθός, καλοκαίρια γυρίζονταν οι ταινίες για να πάνε φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη. Μπάνιο στη θάλασσα δεν ήξερα να κάνω. Ως παιδί της Κατοχής είχα και αδενοπάθεια και η συμβουλή του γιατρού ήταν “μακριά από τη θάλασσα”. Επαιξε όλη η Ανδρος στην ταινία και τη χρηματοδότησαν Ανδριώτες. Ανοιξαν όλοι τα σπίτια τους και έτσι δημιουργήσαμε το βασικό της ταινίας».
 
2017: Το τελευταίο σημείωμα

«Ηταν ένα χρέος. Τα ερωτήματα που έχω για όσα έζησα. Το ’40 που γεννήθηκα ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ως παιδί έζησα τον Εμφύλιο. Μετά έγιναν αλλεπάλληλες αλλαγές πολιτικές. Βρήκα πριν από χρόνια ένα βιβλιαράκι με κρητικές μαντινάδες που στην εισαγωγή είχε αυτό: “Ευχαριστώ πολύ το μικρό 16χρονο αγόρι Ναπολέοντα Σουκατζίδη που συγκέντρωσε τις μαντινάδες”. Ηταν ένα αγόρι που είχε έρθει από τον Πόντο, δεν είχε σχέση με την Κρήτη.

»Το βιβλίο είχε γράψει η Μαρία Λιουδάκη, αδελφή της Χαράς Λιουδάκη, που ήταν ο μεγάλος έρωτας του Σουκατζίδη. Είχα ξαφνιαστεί τότε που ένα παιδί 16 χρόνων είχε μεράκι να μαζεύει μαντινάδες. Πολιτικός κρατούμενος από το ’36, ο Σουκατζίδης βρέθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και, καθώς ήταν γερμανομαθής, ανέλαβε χρέη διερμηνέα του λοχαγού Καρλ Φίσερ». 
 
2023: Η επόμενη ταινία σας;

«Αυτά τα δύο χρόνια του κορωνοϊού, με τα προβλήματα υγείας και των δυο μας, της Ιωάννας και τα δικά μου, απομακρύνθηκα. Κάθησα στο σπίτι μου. Μεγάλωσα… Να ξαναπεράσω την περιπέτεια μιας ταινίας; Αλλά τώρα, που οργανώνεται η ρετροσπεκτίβα, και είδα και τη ζέστη στα βλέμματα των νέων παιδιών, λέω να συγκεντρώσω το αρχείο μου, να δω μήπως βγει κάτι… Ταινία, όμως; Τι να πω… Δεν το αποκλείω…».

Υπόγραψε η κυβέρνηση τα κονδύλια για τους τρεις οδικούς κόμβους σε Mare West και Motor Oil

Previous article

Καλέσματα για διαδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μετά τον θάνατο του 16χρονου

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.