Η νέα δέσμη δημοσκοπήσεων ήρθε να επιβεβαιώσει επί τα χείρω το έλλειμμα εμπιστοσύνης και τις συνέπειές του, την περαιτέρω απομάκρυνση της αυτοδυναμίας και τη διατήρηση της πολιτικής ρευστότητας.
Του Κώστα Καλλίτση
Ήταν αναμενόμενο για τρεις τουλάχιστον λόγους:
(α) Οι μακροχρόνιες τάσεις είναι μονίμως αρνητικές. Mόνο 12% κρίνουν θετικά την πολιτική στην οικονομία, 15% στα θέματα θεσμών και διαφθοράς, 22% στα θέματα της καθημερινότητας.
(β) Στη δυσφορία από κάθε νέο πρόβλημα προστίθεται σωρευτικά ο θυμός από τα προηγούμενα, που μένουν άλυτα –και εκδικούνται. Και
(γ) το κυριότερο, γενικεύεται η αίσθηση ότι το σύστημα έχει πάψει να είναι συμπεριληπτικό, περιθωριοποιεί τις νέες γενιές και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Συνηθίζεται να αναγορεύεται στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας το υπαρξιακό πρόβλημα της κυβερνητικής ηγεσίας: Αν η εκλογική μειοψηφία της στις επόμενες εκλογές θα είναι επαρκής για άλλη μια κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στα σοβαρά, το πολιτικό πρόβλημα είναι άλλο.
Η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας στηριζόταν σε μια διπλή υπόσχεση: Για συμμετοχή στα κοινά και στην πορεία της χώρας, ότι υπάρχουν εναλλακτικές κι ότι η γνώμη όλων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μετρά. Και για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, όπου όλοι απολαμβάνουν τα στοιχειώδη δικαιώματα, όπως στη μόρφωση και στην υγεία. Καμία από τις δύο υποσχέσεις δεν είναι ισχυρή σήμερα.
Όσον αφορά τη συμμετοχή, γίνεται όλο και πιο μακρινή ανάμνηση. Η κοινωνία «εκπαιδεύεται» ότι είναι ανήμπορη, ίσως κι ακατάλληλη να ορίσει τις τύχες της, ότι για κάθε σημαντικό υπάρχει ένας μοναδικός δρόμος και δεν έχει παρά να αφεθεί και να τον ακολουθήσει.
Καλά καλά δεν συμμετέχουν καθοριστικά ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι είναι η δουλειά τους: Τις αποφάσεις για όλα τα μεγάλα θέματα λαμβάνει ο εκάστοτε πρωθυπουργός, που ελέγχει τη Βουλή, ορίζει κι ελέγχει την κυβέρνηση, επιλέγει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, την ηγεσία της Δικαιοσύνης, σε μεγάλο βαθμό και τις ανεξάρτητες αρχές –όπως πρόσφατα είπε ο Ευ. Βενιζέλος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την αγορά, την οικονομία και τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας.
Όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, είναι στα ευρωπαϊκά τάρταρα.
Η κυβέρνηση επικαλείται την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη μείωση της ανεργίας. Ο κατώτατος μισθός είναι αλήθεια ότι έχει αυξηθεί –και θα αυξηθεί πάνω από 950 ευρώ το 2027. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, με τον κατώτατο μισθό είναι άλλο: Είναι πόσοι ξέπεφταν σε αυτόν. Από 160 χιλιάδες που αμείβονταν με αυτόν προ κρίσεως, έφτασαν τις 700 χιλ. περίπου.
Και συνέχισαν να πληθαίνουν μετά το 2019, γιατί η κυβέρνηση επίμονα απέκρουε την ιδέα να ξεπαγώσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό γινόταν μέχρι τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου, και τη δημοσκοπική κατάρρευση της ΝΔ. Κι έτσι υποχρεώθηκε αυτή τη φορά να εισακούσει τους κοινωνικούς εταίρους και να σεβαστεί τη συμφωνία τους για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ώστε να μειωθούν όσοι είναι στον κατώτατο μισθό.
Η ανεργία προφανώς μειώνεται -αν και παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη στον ΟΟΣΑ. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι άλλο: Η ανεργία σημαίνει φτώχεια και αποξένωση, περιθώριο, ότι δεν συμμετέχεις στην κοινή προσπάθεια και την αξία που παράγεται. Καθ’ ημάς, ούτε η φτώχεια μειώνεται ούτε το αίσθημα συμμετοχής και αξιοπρέπειας αποκαθίσταται.
Η μείωση της ανεργίας γίνεται υπερπαραγωγή φτωχών που έχουν δουλειά, νεόπτωχων -το 62,5% των μισθωτών, πάνω από 1,5 εκατ. νέοι κυρίως άνθρωποι, έχουν μισθό κάτω από 956 ευρώ καθαρά.
Το σύστημα τους δείχνει περιφρόνηση, ότι δεν τους έχει ανάγκη και τους δίνει κάτι λίγα έτσι, για να μην το ενοχλούν. Η ανεργία μειώνεται αλλά η φτώχεια γίνεται πιο σκληρή και (εν μέσω χλιδής και ανισοτήτων) ταπεινωτική. Κάπου εδώ βρίσκεται το πολιτικό πρόβλημα.
Δημοσιεύτηκε στο KReport και την Καθημερινή, Κυριακή 21.12.25










Comments