H επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, είναι μια σειρά απο γεγονότα τα οποία κατέληξαν στην παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και στη μετάβαση της Ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία.
Ήταν ένα αίτημα που είχε τεθεί από τα φιλελεύθερα στοιχεία του Αγγλικού και Γαλλικού Κόμματος ήδη από την εποχή του Καποδίστρια. Σύνταγμα ζητούσαν και οι παραγκωνισμένοι από τον Όθωνα πρόκριτοι και αγωνιστές του ’21, που ανήκαν κυρίως στο Ρωσικό Κόμμα και ήθελαν μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών να ακουστεί και πάλι η φωνή τους. Η ιδέα του Συντάγματος έθελγε και τις λαϊκές μάζες, που είχαν μεν μια θολή εικόνα για το τι αυτό αντιπροσώπευε, αλλά πίστευαν ότι ήταν το αναγκαίο μέσο για να λυθούν τα οξυμένα προβλήματά τους.
Την ίδια εποχή, η Ελλάδα βρισκόταν υπό τη δαμόκλειο σπάθη των πιστωτών της. Οκτώ χρόνια μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν δραματική. Μεγάλα προβλήματα, όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση κ.ά. συνέχισαν να ταλανίζουν τη χώρα, με αποτέλεσμα την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού. Η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση, στα πρόθυρα πτωχεύσεως, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που είχε λάβει το 1833 με την εγγύηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων. Ο βασιλιάς Όθωνας είχε υποχρεωθεί σε σκληρή οικονομική πολιτική, με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και ευρείες περικοπές μισθών. Επίσης, είχε μειώσει την ετήσια βασιλική χορηγία κατά 20% και είχε ανακαλέσει τους έλληνες πρέσβεις στο εξωτερικό. Στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, οι τιμές της γης και των ακινήτων είχαν φτάσει στα ύψη, ενώ κυριαρχούσε η τοκογλυφία. Περαιτέρω, ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το παλάτι συγκέντρωνε το γενικό μίσος και αποτελούσε τον στόχο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης. Ο Όθωνας φαινόταν να μην ελέγχει την κατάσταση.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν προϊόν συνωμοσίας τριών ανθρώπων: του κεφαλλονίτη αγωνιστή και διπλωμάτη Ανδρέα Μεταξά (Ρωσικό Κόμμα), που έφερε τον τίτλο του Κόμη, του αιγιώτη αγωνιστή Ανδρέα Λόντου (Αγγλικό Κόμμα) και του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (Γαλλικό Κόμμα). Αργότερα, μυήθηκαν και στρατιωτικοί, όπως ο συνταγματάρχης του Ιππικού Δημήτριος Καλλέργης, τον οποίο οι συνωμότες πέτυχαν να μεταθέσουν από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Οι αρχές είχαν πληροφορίες για επικείμενο στασιαστικό κίνημα, πήραν κάποια μέτρα, τα οποία όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.
Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ο ενθουσιώδης όμως Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκδήλωση του κινήματος.
Για αυτύν τον λόγο το κίνημα επισπεύσθηκε και εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Το κίνημα είχε αποφασισθεί να ξεσπάσει στους στρατώνες, έτσι ώστε να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Έτσι, τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου πολλά σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη για να δώσουν το τελικό σύνθημα. Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν. Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα “Ζήτω το Σύνταγμα”. Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον ένα να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα. Επιπλέον είχε στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Ο Όθων εκείνο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί, παρά τη συνήθειά του, και εργαζόταν στο γραφείο του. Ένας αξιωματικός των κινηματιών εισήλθε στα ανάκτορα και του ανακοίνωσε την επανάσταση του στρατού. Ο βασιλιάς απέστειλε προς τους επαναστάτες τον Υπουργό των Στρατιωτικών για να πληροφορηθεί και επισήμως τα αιτήματά τους, αλλά αυτοί τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό περιορισμό. Πάντως, η βασίλισσα Αμαλία είχε φροντίσει προηγουμένως να ανακοινώσει στον σύζυγό της ότι οι επαναστάτες ζητούσαν Σύνταγμα και πολιτικές ελευθερίες. Τον συμβούλευσε, μάλιστα, να κάνει δεκτά τα αιτήματά τους.
Ο Βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Αλέξανδρο Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες. Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθωνας, φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες.
Τότε, ο βασιλιάς αναγκάσθηκε να εμφανισθεί από ένα παράθυρο των Ανακτόρων (το τέταρτο δεξιά των Προπυλαίων της Βουλής, πάνω από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη) και να ανοίξει διάλογο με τον έφιππο Καλλέργη, ο οποίος του εξήγησε ότι λαός και στρατός απαιτούν την άμεση σύγκληση Εθνοσυνέλευσης για την κατάρτιση Συντάγματος. Ο βασιλιάς προσπάθησε να κερδίσει χρόνο και υποσχέθηκε την εκπλήρωση του αιτήματος την επομένη. Ο Καλλέργης ήταν ανένδοτος και ζήτησε την άμεση αποδοχή του αιτήματος, ενώ αξίωσε ακόμη την παραίτηση της κυβέρνησης και τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα απολάμβανε την εμπιστοσύνης του λαού και την αποπομπή των Βαυαρών από τη δημόσια διοίκηση, εκτός των αποδεδειγμένα φιλελλήνων.
Ο Όθωνας αποσύρθηκε στο γραφείο του και ζήτησε να συναντηθεί με τους ξένους πρεσβευτές για διαβουλεύσεις. Όμως, αυτοί εμποδίστηκαν να εισέλθουν στο παλάτι από τον Καλλέργη, μία τολμηρή κίνηση που έκρινε την κατάσταση. Ο Όθωνας αντιλήφθηκε ότι ήταν πλήρως απομονωμένος και προς στιγμήν σκέφθηκε να παραιτηθεί. Τελικά, αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα αιτήματα των επαναστατών και τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας υπέγραψε τα αναγκαία διατάγματα για τη σύγκληση Εθνοσυνελεύσεως.
Στις 3 τα ξημερώματα προσήλθαν και οι πολιτικοί αποστάτες και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Α. Μεταξάς, ο Α. Λόντος, ο Κ. Ζωγράφος, ο Ρ. Τζουρτζ, κάλεσαν τους υπόλοιπους συμβούλους της επικρατείας σε συνεδρία για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο Βασιλιά. Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν στελέχη και από τα τρία μεγάλα κόμματα, είχε ως εξής (Κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά 1843): Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών Ανδρέας Μεταξάς, υπουργός στρατιωτικών ο Ανδρέας Λόντος, υπουργός Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών & παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.
Comments